Ιστορικό

Εισαγωγή

Εκατοντάδας τινας μέτρων προς Β. του λόφου του φρουρίου του Βόλου, όπου έκειτο η μυκηναϊκή Ιωλκός, πέραν του μικρού ποταμού, όστις ρέων παρά το φρούριον εκβάλλει ολίγον μακράν προς Ν. Δ. της σημερινής πόλεως Βόλου, παρά τα λείψανα των αρχαίων Παγασών, εις την θάλασσαν, υπάρχει πλησίον των κεραμεικών εργαστηρίων Βόλου και όχι μακράν της δημοσίας οδού, ήτις εκ Βόλου φέρει εις Βελεστίνον και τα ενδότερα της Θεσσαλίας, μικρά συνοικία αποτελούμενη εκ χαμηλών πλινθοκτίστων οικημάτων, και καλουμένη δια του τουρκικού ονόματος Καπακλή.

(Κ. Κουρουνιώτου, Ανασκαφή θολωτού τάφου εν Βόλω, Εφημερίς Αρχαιολογική, 1906)

Η σύγχρονη τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις των επιστημών περιόρισαν σημαντικά τα προβλήματα στην επικοινωνία και προώθησαν τις συγκοινωνίες των χωρών, ώστε η μετάβαση τώρα πια και στις πλέον απρόσιτες περιοχές δεν παρουσιάζει σίγουρα τις δυσχέρειες του παρελθόντος. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα σαν θελήσεις να πάρεις τους δρόμους της ιστορίας, να περιδιαβείς τα χρόνια τα παλιά, να φτάσεις μέχρι την πρώτη αυγή της ζωής. Κι όσο δυνατή κι επίμονη αν είναι η θέλησή σου για να βρεις ποιοι και πως και πότε κατοίκησαν πρώτοι και δεύτεροι τα μέρη που τώρα εσύ ζεις και αναπνέεις, θα συναντήσεις στο διάβα σου αντιξοότητες πολλές και σοβαρές. Θα ’ρθουν στιγμές που αποκαμωμένος θα σκεφτείς να τα παρατήσεις όλα, μα με όρεξη καινούρια θ’ αρχίσεις και πάλι το ταξίδι για τη δική σου Ιθάκη. Κάπως έτσι διεγράφη και η δική μας πορεία, σαν σκεφτήκαμε να μπούμε στον κόπο αυτής της αναζήτησης και καταγραφής όλων εκείνων των στοιχείων, που θα σκιαγραφούσαν με τον πλέον αντικειμενικό τρόπο την ιστορία του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων Βόλου, αλλά και της ευρύτερης  περιοχής, που εκτείνεται η ενορία μας. Ένα έργο που αναλάβαμε πρώτοι εμείς, με ενθουσιασμό πολύ αλλά και με επίγνωση της μεγάλης μας ευθύνης.

Τα προβλήματα ήταν πολλά. Ούτε λίγο ούτε πολύ έπρεπε να φτάσουμε έως και 3500 χρόνια πίσω! Οι πηγές αρκετές, αλλά όχι πάντοτε σαφής, κάποτε δε και αλληλοσυγκρουόμενες! Υπήρξαν ιστορικά ντοκουμέντα αδιάσειστα, αλλά μαζί και προφορικές παραδόσεις, ιστορίες, ακόμη και θρύλοι. Καταγράψαμε τα πάντα, προσπαθώντας να κρατηθούμε όσο περισσότερο γίνεται κοντά στην αλήθεια των γεγονότων και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα το διαπιστώσει αυτό και θα μας το αναγνωρίσει. Στις σελίδες που ακολουθούν, δίπλα στις γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν οι θύμησες των γεροντότερων, ό,τι διασώθηκε κι έφτασε μέχρις ημών, για την ιστορική αντικειμενικότητα των οποίων πρέπει να ενδιαφερθούν οι επόμενες γενεές. Εμείς, με την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου, νιώθουμε ότι εκπληρώνουμε ένα αβάσταχτο χρέος τιμής σ’ εκείνους που πρωταγωνίστησαν στην μικρο-ιστορία  (micro-history) αυτού του τόπου. Ταυτόχρονα εκπληρώνουμε ένα χρέος συνείδησης προς τους σημερινούς μας ενορίτες, που με αγαθή συνείδηση αναζητούν τις απαρχές της περιοχής μας, στους οποίους και αφιερώνουμε το βιβλίο αυτό με πολύ αγάπη.

Παράλληλα δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε τις θερμές ευχαριστίες μας στους ανθρώπους  εκείνους που με χαρά και απλότητα καρδιάς μας συντρόφεψαν εποικοδομητικά σ’ αυτό το ταξίδι και μας βοήθησαν πολύ: Τον Θρησκευτικό-φιλολογικό Σύλλογο της πόλεώς μας «Τρεις Ιεράρχες», το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη «Δαμιανού Κυριαζή», τον Θεολόγο –Ιστορικό ερευνητή κ. Δημήτριο Τσιλιβίδη, τη Σύμβουλο Φιλολόγων κ. Πέπη Κωστούλα, την Φιλόλογο κ. Πολυτίμη Μόρφα –Σουλιώτου, τη Δημοσιογράφο κ. Ελένη Συρίβελη και τον Σύλλογο Βλατσιωτών Βόλου «Ο Άγιος Μάρκος».

Οι Εφημέριοι

και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο

του Ι. Ναού Αγίων Αναργύρων Βόλου



ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΑΝΕΡΩΝΟΝΤΑΙ

«Ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού Αγίους εν λόγοις τιμώντες, εν εικονίσμασι, τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε διά τον κοινόν Δεσπότην ως Αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες».

(Από το Συνοδικόν της Οικουμενικής Συνόδου, που αναγιγνώσκεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας στην λιτάνευση των ιερών εικόνων)

 Μια πολύ σημαντική χρονική στιγμή στην ιστορική μας διαδρομή είναι το 1905. Ο κόσμος έχει υποδεχθεί με χρηστές ελπίδες τον καινούριο αιώνα, ανυποψίαστος εν πολλοίς για όλα εκείνα που αυτός θα επεφύλασσε:  την επανάσταση των επιστημών και της τεχνολογίας δίπλα στις εκατόμβες των θυμάτων των μεγάλων πολέμων, της πείνας, της βίας και της δυστυχίας. Η Ελλάδα υπόκειται σε διεθνή οικονομικό έλεγχο και παρά το γεγονός ότι ακόμα θρηνεί για τα αποτελέσματα του ατυχούς πολέμου του 1897 έχει ανοίξει τα μέτωπα στη Μακεδονία και την Κρήτη, καθώς σώματα εθελοντών περνούν τα σύνορα και εισβάλλουν στη Βόρειο Ελλάδα, ενισχύοντας και προστατεύοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς. Οι περίοδοι «ειρηνικής αναρρώσεως» της ελλαδικής κοινωνίας εναλλάσονται με τις διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις, οι κάτοικοι χαιρετίζουν την πολιτιστική άνθηση και διχάζονται με το γλωσσικό πρόβλημα, τα «Ορεστειακά» και τα «Ευαγγελιακά», αγωνίζονται για την πρόοδο του κρατιδίου τους και αγωνιούν για τις αλύτρωτες ακόμη πατρίδες, που συνιστούν τα πραγματικά όρια του ελληνισμού. Φαίνεται ότι δεν είναι «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη χώρα» κι ας διαμαρτύρεται ο εθνικός μας ποιητής  Κωστής Παλαμάς υποστηρίζοντας το αντίθετο. Η Θεσσαλία μετρά λίγες δεκαετίες ελευθερίας από την τουρκική κατοχή και σύνδεσης με την μητέρα Ελλάδα.  Το πρόβλημα της μεγάλης γαιοκτησίας  καθίσταται ολοένα και πιο φανερό ταυτόχρονα με την επιτακτική ανάγκη αγροτικής μεταρρύθμισης και διανομής των «εθνικών κτημάτων». Η Θεσσαλία είναι ο τελευταίος σταθμός των ελληνικών εκστρατευτικών σωμάτων προς τη Μακεδονία, ενώ το 1905 είναι η χρονιά που το Πήλιο προσφέρει στον μακεδονικό αγώνα το εκλεκτό τέκνο του, τον Κώστα Γαρέφη, ο οποίος ξεκινά από τις Μηλιές με τους εθελοντές του προς το υπέρτατο χρέος και τη θυσία. Ο Βόλος, με σύντονες και πολυειδείς προσπάθειες, ξεπερνά μια βαθειά οικονομική κρίση και μεταλλάσσεται  σε μια σύγχρονη ελληνική πόλη, με σχετικά πρόσφατες και έντονες τις αναμνήσεις από την τουρκική κατοχή, ταυτόχρονα γίνεται το διαμετακομιστικό κέντρο του Πηλίου και ολόκληρης της ανατολικής Θεσσαλίας, ο πληθυσμός του μεγαλώνει και κάνει σταθερά βήματα όσον αφορά στη βιομηχανική του ανάπτυξη.

Το έτος αυτό λοιπόν είναι οριακό, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον της περιοχής που θα εξετάσουμε.

 Στις 19 Απριλίου του 1905 (Τρίτη του Πάσχα), μετά από θαυμαστή ενύπια αποκάλυψη, έρχεται στο φως η ιερά και θαυματουργός εικών των Αγίων και Ιαματικών Αναργύρων Κοσμά, Δαμιανού και Παντελεήμονος. Η εύρεση της εικόνας και τα συγκλονιστικά γεγονότα που ακολούθησαν θα σταθούν αφορμή για την οικοδόμηση του πρώτου Ναΐσκου  προς τιμήν των Αγίων και τη δημιουργία της ενορίας των Αγίων Αναργύρων.

Ταυτόχρονα, οι ανασκαφικές εργασίες θα αποκαλύψουν ένα θαυμαστό αρχαιολογικό εύρημα: τον θολωτό μυκηναϊκό τάφο, που χρονολογείται από το 1600 έως το 1200π.Χ.

Ο χώρος είναι ακριβώς ο ίδιος: 12 μέτρα από τη θέση που βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός Των Αγίων Αναργύρων, στη θέση «Καστρινά Αμπέλια» ή «Αμυγδαλιές» του Καπακλή. Εκεί συναντήθηκαν δύο πολιτισμοί του ενός και αυτού λαού. Ανάμεσα τους ο ερχομός του Θεανθρώπου, που χώρισε την ιστορία του κόσμου στα δύο. Θα έλεγες όμως πως η ψυχή παραμένει η ίδια, η πίστη βαθειά ριζωμένη στο «πετσί» αυτού του λαού και τότε που λάτρευε τα είδωλα και όταν του αποκαλύφθηκε ο αληθινός Θεός.

Από τη χρονική εκείνη στιγμή αρχίζει μια εντυπωσιακή  όντως ιστορία για την καταγραφή του παρελθόντος και την οικοδόμηση του μέλλοντος. Αυτή την ιστορία θα παρακολουθήσουμε μαζί, με τη βοήθεια των στοχείων, που επί πολύ χρόνο μία ομάδα Κληρικών και επιστημόνων συλλέξαμε.

Είναι η ιστορία του τόπου μας, της περιοχής στην οποία καθημερινά ζούμε, των δρόμων που περπατάμε, των μνημείων που θαυμάζουμε, των «αρχαίων» που συχνά πυκνά ανακαλύπτουμε. Αυτά τα «αρχαία» που συνήθως έρχονται στο φως κάθε φορά που σκάβουμε για να ρίξουμε τα θεμέλια μιας καινούριας οικοδομής, αυτά τα «αρχαία» που μέχρι πριν δύο-τρεις δεκαετίες τα παιδιά έβρισκαν στους δρόμους, όταν στα παιχνίδια τους έσκαβαν στους χωματένιους ακόμη δρόμους της ενορίας.

Είναι, κατά την άποψη γνωστού λαογράφου της πόλης μας, «η ιστορία της γειτονιάς, που τελικά είναι και η ιστορία των απλοϊκών ανθρώπων, η ιστορία της ζωής». Και αυτή η γειτονιά – των Αγίων Αναργύρων – όσο παράξενο μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως έχει μια πολύ πλούσια ιστορία. Όταν ξεκινήσαμε την προσπάθεια αυτή, πιστεύαμε ότι εκείνο που είχαμε να κάνουμε ήταν κάτι, αν όχι πολύ εύκολο, τουλάχιστον πολύ συγκεκριμένο. Η πορεία της έρευνας μας διέψευσε πανηγυρικά. Βήμα βήμα ανακαλύπταμε καινούρια πράγματα, συναρπαστικά, που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον μας, ακόμη και στις δύσκολες στιγμές που τα ιστορικά κενά ήταν μεγάλα και φαίνονταν ότι δεν πρόκειται να καλυφθούν ικανοποιητικά. Τελικά ο Θεός και οι Άγιοι μας επέτρεψαν  να πάμε μέχρι τις ιστορικές εσχατιές και να καταγράψουμε το «χθες» αυτού του τόπου. Γι’αυτό και με διάπυρες ευχαριστίες στεκόμαστε απέναντι τους για την ξέχωρη ευλογία.


Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ 
ΑΠΟ ΤΟΝ Β. ΚΟΡΔΕΛΑ

«Η Εκκλησία εκφράζεται ιστορικά ως «Λαός του Θεού», ορατή δηλαδή εν Χριστώ κοινωνία, με την ένωση όλων των πιστών, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός... Τα πολλά πρόσωπα, χωρίς κάποια ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων τους -κάτι που αποκαλύπτεται στην πολιτεία των Αγίων- γίνονται «ένα σώμα» και «εις εν Χριστώ»... Κληρικοί και λαϊκοί, ισότιμα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος αποτελούν συστατικά του στοιχεία με μόνη ειδοποιό διαφορά τη μυστηριακή ιεροσύνη... Έτσι κατανοείται η ισότητα των μελών, η οποία πραγματώνεται στην ενεργοποίηση των επιμέρους χαρισμάτων σε διακονίες προς τα άλλα μέλη και την μεταξύ των μελών συνεργασία...».

(π. Γεωργίου Μεταλληνού, Λόγος ως αντίλογος, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, σελ. 71-75)

1905 Στην περιοχή που εκτείνεται βορειοδυτικά του Κάστρου του Βόλου και στο δρόμο προς τη Λάρισα, στην περιοχή «Καπακλή», ζει και εργάζεται ένας καλός χριστιανός, ο Βασίλειος Κορδέλας. Έχει τις ρίζες του στην ηρωομάνα Ήπειρο κι έφερε από τα Γιάννενα, μαζί με την εργατικότητα και την καλοσύνη του, και τη βαθειά πίστη του στο Θεό, σ’ Εκείνον που όταν ήταν μικρό παιδί θαυματουργικά τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, λες και τον προετοίμαζε για την σημαντική αποστολή που έμελλε αργότερα να του αναθέσει. Είναι μπαξεβαναίος, δηλ. Ιδιοκτήτης γης, που την καλλιεργεί μαζί με τους εργάτες του για τον καθημερινό επιούσιο. Κι όλα στη ζωή του θα κυλούσαν ήρεμα, σαν των πολλών ανθρώπων τη ζωή, αν δεν παρουσιαζόταν εκείνη η δυναμική παρέμβαση του Θεού, που διακριτικά πάντοτε αλλάζει τη ροή της ιστορίας και το βίο των χριστιανών.

Σεβαστές γερόντισσες σήμερα, που κατοικούν στην ενορία μας, η Μαρία και η Ελένη Κορδέλα, νύφες του Β. Κορδέλα (παντρεύτηκαν τους γιους του) αφηγούνται σε τρεις από τους Εφημέριους της ενορίας (τον π. Συμεών, τον π. Νικόλαο και τον π. Ευάγγελο) πως άκουσαν από τον ίδιο τον πεθερό τους την ιστορία για την εικόνα των Αγίων Αναργύρων:

-Άκουσε ο πεθερός μας φωνή το βράδυ στον ύπνο του που του έλεγε «Έλα να με βρεις». Αυτός δεν έδωσε σημασία. Το άλλο βράδυ τα ίδια. «Έλα στο τάδε μέρος, εκεί που είναι τα τσαντήρια τα γύφτικα. Από κάτω είναι ναός ειδωλολατρικός. Εκεί θα σκάψεις». Αυτός και πάλι δεν έδωσε σημασία. Το τρίτο βράδυ του φάνηκε σαν να τρώει ξύλο στον ύπνο του και μια φωνή να του λέει «Εμπρός, σήκω!». Το πρωί ξύπνησε και ήταν μελανιασμένος. Κατάλαβε πως ήταν από το Θεό. Πήρε τους εργάτες, κάπου δεκαπέντε είχε, και με τα τσαπιά άρχισαν να σκάβουν. Στην αρχή βρήκαν κοκάλα πολλά. Επτά κάρα κόκαλα έβγαλαν, τα πήρε ο πεθερός μας και τα πήγε στο νεκροταφείο και τα έθαψε. Σκότωσαν κόσμο εκεί μέσα. Λένε πως πολύ παλιά εκεί ήταν εκκλησία και πήγε ο κόσμος για να γλιτώσει, αλλά ήλθαν οι τούρκοι κι είδαν τους Έλληνες μέσα. Τότε διέταξε ο τούρκος και έκοψαν τον θόλο, γκρεμίστηκε κι έμειναν οι άνθρωποι μέσα. Μεγάλο κακό έγινε.

-Μετά βρήκαν και θρησκευτικά. Μανουάλια βρήκαν, θυμιατά βρήκαν, ένα σταυρό, πατερίτσες...

-Η εικόνα πώς βρέθηκε;

-Ένας από τους εργάτες τη βρήκε. Ο πεθερός μας εκείνη την ώρα δεν ήταν εκεί. Αυτός που τη βρήκε, πήγε και την πούλησε σ’ έναν ταβερνιάρη για ένα εικοσπεντάρι τσίπουρο!

-Το βράδυ οι Άγιοι Ανάργυροι του λένε «Μην ψάχνεις, με βρήκανε. Είμαι στο τάδε μέρος και έλα να με ζητήσεις. Κι αν δεν σου τη δώσει θα δεις και σημάδι».

-Πάει ο πεθερός μας και τη ζητάει από τον ταβερνιάρη. Εκείνος δεν του την έδωσε. Όμως μετά έγινε καμπούρικο το παιδί του ταβερνιάρη. Βλέπει τότε ο Κορδέλας καινούριο όνειρο κι ακούει φωνή να του λέει «Να ‘ρθεις να με πάρεις. Είμαι στη Σουρβιά».

-Δηλαδή, τι είχε γίνει;

-Ο ταβερνιάρης, αφότου έγινε καμπούρικο το παιδί του, το θεώρησε για σημείο και πήγε την εικόνα στη Μονή Σουρβιάς και την έδωσε στον Ηγούμενο.

-Και πήγε ο παππούς ο Κορδέλας και την πήρε;

-Όχι έτσι απλά, δεν θα του την έδινε ο Ηγούμενος. Ο Άγιος όταν φανερώθηκε στον ύπνο του, τον πρόσταξε «Να φτιάξεις μια εικόνα με αυτές τις διαστάσεις και να την πάρεις μαζί σου στο Μοναστήρι». Αυτό και έκανε. Πήγε στη Σουρβιά και ζήτησε την εικόνα από τον Ηγούμενο. Αυτός δεν του την έδινε, γιατί στο μεταξύ την είχαν βάλει σε μια γωνιά στο τέμπλο και το σημείο εκείνο θα έμενε γυμνό. Τότε ο Κορδέλας του λέει «Στάσου, δέσποτα, και θα δεις» και βγάζει και δίνει στον Ηγούμενο την εικόνα που είχε φέρει μαζί του. Ήταν ακριβώς στις διαστάσεις του τέμπλου, που χρειαζόταν. Κι όχι μόνο αυτό. Οι Άγιοι του είχαν πει πώς είναι η εικόνα, πως έχει πίσω ένα μεγάλο ρόζο. Τα είπε και αυτά και τότε ο Ηγούμενος πείσθηκε σ’ αυτά που του έλεγε ο Κορδελάς και του έδωσε την εικόνα.

-Την έφερε εδώ την εικόνα και φτιάξανε μια παράγκα, σαν εκκλησιά και τη στήσανε στου Κλεάνθη. Εκεί βάλανε την εικόνα. Βρήκανε και Αγίασμα, αυτό που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά φτιάξανε λίγο μεγαλύτερη την εκκλησία. Το’35 που παντρεύτηκα εγώ δεν ήτανε πια παράγκα, ήτανε πέτρινη εκκλησία.

Η συζήτηση με τις σεβαστές γερόντισσες σίγουρα φωτίζει σ’ ένα σημαντικό βαθμό τις απορίες μας γύρω από την εύρεση  της ιεράς εικόνας των Αγίων και το κτίσιμο του πρώτου μικρού Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμίσουμε πως ο μεν λαός του Βόλου έσπευσε από την πρώτη στιγμή να τιμήσει το γεγονός αυτό και να προσκυνήσει με δέος την ιερά εικόνα, κάποιοι όμως από τους άρχοντες και τους δημοσιογράφους στάθηκαν με καχυποψία, ακόμη και με εχθρότητα, απέναντι στους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι ο Βασίλειος Κορδέλας δικάστηκε και φυλακίστηκε διότι έσκαψε χωρίς άδεια της αρχαιολογίας(!), οι δε εφημερίδες της εποχής χαρακτήριζαν «ονειροπόλο αγύρτη» και «παγαπόντη» τον ίδιο, «πραξικόπημα» την ανέγερση του μικρού Ναού, αλλά και «θρησκομανείς και εύπιστους» εκείνους που πήγαιναν να προσκυνήσουν την εικόνα.

Ήδη όμως η νέα πραγματικότητα είναι τετελεσμένη και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει ούτε τα γεγονότα ούτε τους ανθρώπους, που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά, αλλά κυρίως δε μπορεί να μπει φραγμός στην πίστη και την ευσέβεια του λαού μας. Το πολύ καλά διατηρημένο μέχρι σήμερα «Βιβλίον πράξεων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εν Βόλω Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων εν Καπακλί» ανοίγει στις 30 Μαΐου 1906-δηλ. Ένα χρόνο μετά την θαυμαστή εύρεση της ιερά εικόνας-με την Πράξη, που είχε αριθμό πρωτοκόλλου 1 και αφορά στη σύσταση του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Πρόεδρος, κατά την συνήθεια της εποχής, είναι ο Δήμαρχος Παγασών Α. Γεωργιάδης και μέλη οι:Βασίλειος Κορδέλας, Δημήτριος Καζάζης, Ξενοφών Κλεάνθης και Ιωάννης Ξάνθης. Εκλέγεται Ταμίας του Ιερού Ναού ο Δημήτριος Καζάζης «ικανός και κατάλληλος περί την διχείρισιν». Στο τέλος υπογράφουν ο Πρόεδρος και τα μέλη Καζάζης, Κλεάνθης και Ξάνθης ενώ για τον ολιγογράμματο Κορδέλα υπογράφει «κατ’ εντολήν του» ο Κλεάνθης.

Στην υπ’ αριθμ. 2 Πράξη του, στις 2 Οκτωβρίου του 1906, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο εγκρίνει τον πρώτο Προϋπολογισμό του Ναού ύψους 4050 δρχ. Και με αποθεματικό 627 δρχ. Από την κατάσταση των εσόδων πληροφορούμεθα ότι έχει αρχίσει «η περισυλλογή συνδρομών υπέρ του ανεγειρομένου ναού» που απέφερε κιόλας 1000 δρχ., ενώ από αυτήν των εξόδων πληροφορούμεθα λεπτομέρειες «δια την οικοδομήν του προσωρινού ναού» και την αγορά εικόνων, ιερών σκευών, κηρίου και επίπλων, τον εσωτερικό καλλωπισμό και τη μισθοδοσία του προσωπικού. Στην Πράξη αυτή βλέπουμε και την υπογραφή του πρώτου Ιερέως του Ναού π. Αθανασίου Χαρίση.

Τα Πρακτικά αυτά μας δίνουν μερικές ακόμη πολύτιμες πληροφορίες. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι το 1907 δημιουργείται «Επιτροπή εράνου δια την οικοδομήν μεγάλου ιερού ναού», ότι ο μισθός του Ιεροψάλτη για τον Δεκέμβριο του 1908 ήταν 10 δρχ. Και του νεωκόρου 15 δρχ., και ότι παρά τις οικονομικές δυσκολίες μέλημα κάθε Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ήταν η δενδροφύτευση και ο γενικότερος καλλωπισμός του προαυλίου χώρου προκειμένου η όλη περιοχή να είναι όμορφη και αντάξια της μεγάλης τιμής που της έκανε ο Θεός.

Όπως ήδη αναφέραμε η ευρεθείσα εικόνα, διαστάσεων 30 cm X23cm, έχει την ιδιαιτερότητα να παρουσιάζει όχι μόνο τους δύο γνωστούς μας Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό, αλλά και τον Ιαματικό Παντελεήμονα, που ανήκει βέβαια και αυτός στην τάξη των Αναργύρων Αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά συνήθως απεικονίζεται μόνος του και μνημονεύεται μαζί με τον Άγιο Ερμόλαο. Τα πρόσωπα είναι λίαν δυσδιάκριτα καθώς η εικόνα είναι στο μεγάλο μέρος της καμένη, γι’ αυτό και δεν μπορούμε εύκολα να εκτιμήσουμε ποίου αιώνος είναι η εικόνα. Αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο το πώς βρέθηκε στην συγκεκριμένη θέση, ποιος και γιατί και πότε την τοποθέτησε σ’ εκείνο το σημείο. Το μόνο που με βεβαιότητα  γνωρίζουμε είναι ότι οι Άγιοι, αφού αναπαύθηκαν επί αιώνες στα σπλάχνα της γης, αποκαλύφθηκαν στις αρχές του αιώνα μας και παραμένει πλέον η ιερά εικόνα τους πολύτιμο θησαύρισμα και παρακαταθήκη της ενορίας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.

Ένα ερώτημα που απασχόλησε και απασχολεί ακόμη και σήμερα όλους όσους ασχολήθηκαν με την θαυμαστή πραγματικά εύρεση της εικόνας είναι το εάν ευσταθεί η παράδοση ότι ο χώρος στον οποίο βρέθηκε η εικόνα χρησίμευσε ως χριστιανικός Ναός, στον οποίο μάλιστα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, μαρτύρησαν δεκάδες πιστοί. Οι παλαιότεροι το θυμούνται αυτό μετά βεβαιότητος. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Ν. Δ. Παπαχατζή στο βιβλίο του «Τα λείψανα και η ιστορία των αρχαίων πόλεων της περιοχής του Βόλου»(σελ. 27), ο οποίος, γράφοντας για τον αρχαίο αυτό τάφο, σημειώνει ότι «Βρέθηκε δίπλα στην εκκλησία των Αγ. Αναργύρων και πολλοί πίστεψαν πως η ανακάλυψή του οφείλεται σε θεία συνεργία και τον ερμήνεψαν ως τόπο λατρείας των πρώτων χριστιανών - ένα εικονοστάσι με αναμμένη κανδήλα υπάρχει και σήμερα στο βάθος του τάφου». Αλλά και γενικότερα διαπιστώνουμε ότι από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε ότι ο χώρος χρησίμεψε για την λατρεία των πρώτων χριστιανών και ίσως αυτό ούτε τυχαίο να είναι αλλά ούτε και να διαδόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχουν υπάρξει σχετικά στοιχεία ή έστω κάποιες ενδείξεις. Ο γερμανός Καθηγητής Robert Avila, από τη Χαϊδελβέργη, στη μελέτη του Das Kuppelgrab von Volos-Kapakli (Ο θολωτός τάφος του Βόλου - Καπακλή) αναφέρει πως ένας εργάτης, που ονομαζόταν Γεώργιος Αρβανίτης, ισχυρίσθηκε ότι τον Φεβρουάριο του 1905 είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία του φανέρωσε ότι στον συγκεκριμένο αυτό τόπο υπάρχει εκκλησία, μέσα στο χώμα. Ο εργάτης αυτός πήρε μέρος στο σκάψιμο για την εύρεση της ιεράς εικόνος και αργότερα μίλησε για το όνειρό του αυτό στον αρχαιολόγο Κ. Κουρουνιώτη, ο οποίος έκανε τις ανασκαφές για τον θολωτό τάφο. Πολύ βέβαια θα μας διαφώτιζε στο ερώτημά μας αν γνωρίζαμε πού ακριβώς βρίσκονται τα «θρησκευτικά» πράγματα, που κατά τις γερόντισσες συνομιλήτριές μας βρέθηκαν μαζί με την εικόνα. Απ’ ό,τι όμως φαίνεται η απορία μας δεν θα λυθεί σύντομα και θα παραμείνει στα στοιχεία εκείνα της παράδοσής μας, που μονάχα οι έντονες θύμησες των παλαιοτέρων κρατούν άσβεστες στις ψυχές.


ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ 
ή 
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

«Ακτινοβόλον, προέχουσαν θέσιν εν τη ανθρωπίνη Ιστορία, καταλαμβάνει η υπό το όνομα Ελληνική φυλή και Έλληνες διακριθείσα ανθρωπίνη ομάς, εγκατεστημένη από αμνημονεύτων χρόνων, ένθα και σήμερον οικεί. Αλλ’ εν μέσω του παναρχαίου, προνομιούχου τούτου λαού, προβάλλει πάλιν μία φυλή, μία κοινότης υπό το όνμα των Μινυών, εις τους οποίους αναφέρονται αι αρχαιόταται των ελληνικών παραδόσεων... Η φυλή αυτή... κατώκει το ευλογημένον έδαφος της πολυαγαπημένης ημών πατρίδος του σημερινού Βόλου, όπου, υπερήφαναι, όλβιαι και εκθαμβούσαι ήνθουν εν προόδω και ακμί αι γεραραί πόλεις των Μινυών Ιωλκός και Παγασαί, των οποίων θυγάτηρ υπήρξεν η Δημητριάς και των τριών δε τούτων πάλιν διάδοχος η πόλις του Βόλου».

(Δημ. Τσοποτού, πρόλογος στο βιβλίο «Ιστορία του Βόλου», που εκδόθηκε το 1991)

Οφείλουμε τη στιγμή αυτή να κάνουμε μια παρένθεση στον μέχρι τώρα λόγο μας και να αναφερθούμε στις αρχαιολογικές ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή.

Οι εργασίες του Κορδελά για την εύρεση της ιεράς εικόνας και το αγίασμα έφεραν στο φως κάποια σημάδια που έδειχναν  πως βαθύτερα ενδεχομένως να υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Στην περιοχή στάλθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που άνηκε τότε στο Υπουργείο Εσωτερικών, ο αρχαιολόγος Κ. Κουρουνιώτης, ο οποίος άρχισε τον Μάιο του 1905 τις πρώτες ανασκαφές. Εμποδίστηκε όμως από την υπερβολική στάθμη του νερού και επέστρεψε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους για να τις συνεχίσει και ολοκληρώσει. Περί αυτών έγραψε την αμέσως επόμενη χρονιά στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα».

Η σκαπάνη έφερε στο φως τον μεγαλύτερο θολωτό μυκηναϊκό τάφο εκ των 8 συνολικά που υπάρχουν στη χώρα μας, κυκλικού σχήματος με διάμετρο 10m, εντελώς ασύλητο. Ο τάφος αυτός ανήκει στην εποχή του χαλκού (2500-1500 π.Χ.) και συγκεκριμένα στην μυκηναϊκή εποχή του (ακμή την 2η π.Χ. χιλιετηρίδα). Είναι κτισμένος όχι με μεγάλη επιμέλεια και με ακατέργαστους πλακοειδείς λίθους, άνισου και μάλλον μικρού μεγέθους. Παρουσιάζει δε το ασυνήθιστο ότι κτίσθηκε κατά το πλείστον υπογείως, σε εντελώς επίπεδο τόπο και όχι στην πλαγιά ενός λόφου, κατά τη γενική συνήθεια της μυκηναϊκής εποχής. Οι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι ο τάφος κτίσθηκε από τεχνίτες που ήλθαν από αλλού (ίσως από τη Βοιωτία), καθώς η εξαιρετική οικοδομική του κατασκευή ήταν γενικά άγνωστη στους ντόπιους κατοίκους την εποχή αυτή. Βρέθηκε ακόμη η είσοδος, η οποία, κατά το μυκηναϊκό έθιμο, οδηγεί δια μακρού κτιστού διαδρόμου (μήκους 5,50m και ύψους 2,40m) στον τάφο, καθώς και ο υπονομοειδής προθάλαμος της θύρας. Μετά την ταφή η θύρα και ο προθάλαμος είχαν κτισθεί, ενώ τον διάδρομο τον είχαν γεμίσει χώμα.

Στον τάφο βρέθηκαν 20 ανθρώπινοι σκελετοί και πολύτιμα κτερίσματα. Συγκεκριμένα βρέθηκαν περί τις 70 χρυσές χρυσαλίδες, στρογγυλές διάτρητες χάντρες από στερεό ημιδιαφανές γυαλί χρώματος αμέθυστου, χρυσά πλακίδια μετά ναυτίλων, τεμάχια ασημένιου ποτηριού, χρυσό δακτυλίδι, προμυκηναϊκά πήλινα αγγεία, ελεφάντινα κοσμήματα, χρυσά ελάσματα, βελόνα από χαλκό, χρυσά άνθη (ίσως κρίνοι) με έξι φύλλα και μίσχο, τα οποία χρησίμευαν πιθανότατα ως κοσμήματα της κεφαλής των νεκρών, δύο μεγάλοι ρόδακες, κουμπιά, σιδερένια μικρή πλάκα - πολύτιμη για την εποχή, αφού ο σίδηρος ήταν σπάνιος - και τέλος, το σημαντικότερο εύρημα, χρυσή πλάκα με ανάγλυφη πρόσοψη ιερού προς τιμήν γυναικείας θεότητας που λατρευόταν στην περιοχή. Τα κτερίσματα αυτά-που σήμερα φυλάσσονται στη μόνιμη έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα (Μυκηναϊκή Αίθουσα) - μαρτυρούν «τον πολιτισμόν, την ακμήν και την τέχνην των αρχαίων Ιωλκίων καθώς και την επισημότητα του εν τω τάφο κατατεθέντος».

Η τελευταία αυτή φράση, γύρω από την επισημότητα του νεκρού που ενταφιάστηκε εκεί, μας κάνει να αναρωτηθούμε σε ποιόν άραγε ανήκει ο τάφος αυτός. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της ενορίας έχουν ακούσει πως πρόκειται «για τον τάφο κάποιου πολεμιστή», ενώ οι εφημερίδες του 1905 αναφέρουν πως σύμφωνα «με την άποψιν πολλών αρχαιολογούντων της πόλεώς μας ο τάφος ανήκει εις τον Κύκνον, άρχοντα της Ιωλκού, όστις εφονεύθη υπό του Ηρακλέους, καθά αναφέρει ο Ησίοδος».

Ποιός είναι αυτός ο Κύκνος; Η παράδοση μας μιλάει για έναν αιμοχαρή πολεμιστή, γιο του Άρη, ο οποίος εμπόδιζε τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Απόλλωνα στο περίφημο ιερό που βρισκόταν στις Παγασές. Ο Κύκνος είχε εγκατασταθεί μέσα στο τέμενος αυτό (άλλη εκδοχή του μύθου τον θέλει να έχει πιάσει το δρόμο που οδηγεί προς αυτό) και σκότωνε τους προσκυνητές. Με τα κρανία των σκοτωμένων είχε υψώσει μια τεράστια πυραμίδα και ασεβούσε με τον τρόπο αυτό απέναντι στον Απόλλωνα. Ο Ηρακλής ανέλαβε να απαλλάξει τους ανθρώπους από αυτή τη μάστιγα. Σε έναν φοβερό αγώνα που διεξήχθη μέσα στον ιερό χώρο ο Ηρακλής σκότωσε τον Κύκνο. Μάλιστα τραυμάτισε και τον ίδιο τον Άρη, ο οποίος θέλησε να εκδικηθεί για τον θάνατο του γιου του, και ο θεός του πολέμου έφυγε ντροπιασμένος για τον Όλυμπο. Ο πεθερός του Κύκνου και άρχοντας της Τραχίνας Κήυκας έθαψε το πτώμα του κοντά στην κοίτη του ποταμού Αναύρου, ο Απόλλωνας όμως προκάλεσε δυνατή βροχή, πλημμύρισε το ποτάμι, παρέσυρε τον τάφο και τον εξαφάνισε. Το περιστατικό του Κύκνου είναι ένα πολύ αγαπημένο θέμα στην ποίηση και την τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, το γνωρίζουμε δε χάρις στο ψευδοησιόδειο επύλλιο «Ασπίς Ηρακλέους», ένα ποιητικό έργο παλαιότερο και από τον 6ο π.Χ. αιώνα.

Μπορεί όμως ο τάφος να ανήκει σε ένα μυθικό πρόσωπο, τον Κύκνο; Η άποψη που υποστηρίζει κάτι τέτοιο βασίζεται σε τρεις άξονες:

α. Ο Κύκνος δεν είναι εντελώς μυθικό πρόσωπο. Υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο, που συγκέντρωσε πάνω του μυθολογικά στοιχεία, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους περισσότερους πρωταγωνιστές της μυθολογίας μας. Εκείνο που δεν μπορούμε με ευκολία να κάνουμε είναι να ξεχωρίσουμε πού σταματά ο μύθος και πού αρχίζει η ιστορία.

β. Ο πλούτος των κτερισμάτων δικαιολογεί την ταφή του εκ μέρους ενός άρχοντα της εποχής, όπως του βασιλιά Κήυκα της Τραχίνας, όπως είδαμε στον μύθο.

γ. Ο τόπος της ταφής, σύμφωνα με το ψευδοησιόδειο κείμενο, είναι κοντά στην κοίτη του Αναύρου. Ο ποταμός αυτός βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό Άναυρο, στην ανατολική πλευρά της πόλης του Βόλου, όπου ως γνωστόν, πρόκειται για τον ποταμό Βρύχωνα. Κατά τον Ν. Δ. Παπαχατζή ο Άναυρος «αδικαιολόγητα ταυτίζεται από τους ξένους αρχαιολόγους με τον Ξεριά», ο οποίος εκβάλλει στην Μπουρμπουλήθρα, ενώ θα πρέπει «να υποθέσουμε πως μάλλον είναι ο χείμαρρος που περνάει δυτικά του λόφου των Αγίων Θεοδώρων, και επικράτησε να θεωρείται ως ο αρχαίος Κραυσίνδων». Οπότε ο τάφος αυτός, που ανασκάφηκε το 1905 από τον Κ. Κουρουνιώτη, είναι πάρα πολύ κοντά στην κοίτη του χειμάρρου αυτού-του Αναύρου κατά την αρχαιότητα-και συνεπώς συμφωνεί απόλυτα με την αναφορά στο ποιητικό έργο «Ασπίδα Ηρακλέους», βρίσκεται στη θέση του νεκροταφείου της αρχαίας Ιωλκού και είναι ο επιφανέστερος όσων ανακαλύφθηκαν στην ίδια περιοχή. Τα στοιχεία αυτά τα μέγιστα συνεργούν για να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως πρόκειται για τον τάφο του άρχοντα Κύκνου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι ανήκει εντελώς στη σφαίρα της μυθολογίας η πλημμύρα του ποταμού, λόγω της οργής του Απόλλωνα, και η καταστροφή του τάφου από τα νερά του Αναύρου. Πάντως και το γεγονός της «πλημμύρας» μπορεί να εξηγηθεί ικανοποιητικά, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το γεγονός ότι ο υπόγειος αυτός χώρος, ακόμη και σήμερα, πολλές φορές το χρόνο είναι γεμάτος νερά, που διαρκώς αναβλύζουν από τα έγκατα της γης.

Κατά της εκδοχής ότι ο τάφος ανήκει στον Κύκνο υπάρχουν τα εξής στοιχεία:

α. Δεν υπάρχει κανένα εύρημα ή επιγραφή στον τάφο που να μαρτυρεί κάτι τέτοιο και η αρχαιολογία, επιστήμη κατά βάση πρακτική, δεν αποφαίνεται επίσημα πριν υπάρξουν σχετικά ανασκαφικά ευρήματα.

β. Πολλοί αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι το πρόσωπο του Κύκνου είναι μεν υπαρκτό, όμως όλη η υπόλοιπη ιστορία ανήκει ξεκάθαρα στον χώρο του θρύλου. Και μόνο η παρουσία του Απόλλωνα στη σχετική ιστορία αποδεικνύει κάτι τέτοιο, καθώς η θεότητα αυτή δεν λατρευόταν στην περιοχή την εποχή που χρονολογείται ο τάφος.

γ. Όλοι οι αρχαιολόγοι την εποχή που ανασκάφηκε ο τάφος αναζητούσαν τον τάφο του Κύκνου. Αποτελούσε, θα έλεγε κανείς, το ασίγαστο όνειρο κάθε ερευνητή. Πίστεψαν λοιπόν - και οι εφημερίδες έσπευσαν, ως συνήθως, να το γράψουν αμέσως - ότι επιτέλους βρέθηκε ο τάφος του Κύκνου.

δ. Η θέση του αρχαίου Αναύρου όπως την τοποθετεί ο Παπαχατζής, δηλ. «δυτικά του λόφου των Αγίων Θεοδώρων», είναι τελείως λανθασμένη και αυτό γιατί ο χείμαρρος αυτός αποτελεί πρόσφατη σχετικά εκτροπή του χειμάρρου Κραυσίνδωνα. Ο χείμαρρος αυτός περνούσε στο κέντρο του Βόλου (σχεδόν κατά μήκος της σημερινής οδού Ιωλκού) και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφασίσθηκε η εκτροπή του (περίπου λίγο πιο κάτω από το ύψος που βρίσκεται σήμερα το Γηροκομείο του Βόλου). Μέχρι και τον περασμένο αιώνα κανένα ποτάμι δεν υπήρχε ανάμεσα στο Κάστρο και το Καπακλή, δηλ. «δυτικά του λόφου των Αγίων Θεοδώρων». Ο αρχαίος Άναυρος ορθώς ταυτίζεται με τον σημερινό Ξηριά, που εκβάλλει στην Μπουρμπουλήθρα.

Το θέμα λοιπόν παραμένει ανοικτό. Ενδεχομένως κάποιες πτυχές του να φωτισθούν λίγο περισσότερο μετά τις ανασκαφικές εργασίες που θα γίνουν μέσα στο 1999 στον χώρο του τάφου. Μετά από 94 χρόνια οι αρχαιολόγοι θα ξαναγυρίσουν στον χώρο αυτό για να ολοκληρώσουν τις ανασκαφές, που άρχισαν μεν και προχώρησαν ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά για άγνωστους λόγους δεν τελείωσαν ποτέ. Έτσι λοιπόν, στην αρχή και το τέλος αυτού του αιώνα, ο ίδιος χώρος συγκεντρώνει ένα έκδηλο επιστημονικό ενδιαφέρον.

Με τη σύμφωνη γνώμη του σημερινού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τις ανασκαφές θα ενεργήσει η ΙΓ’ Εφορεία Κλασσικών Αρχαιοτήτων, που εδρεύει στον Βόλο, υπό την ευθύνη της Διευθύντριας της Αρχαιολόγου κ. Βασιλικής Αδρύμη-Σισμάνη.

Η ανακάλυψη αυτού του στρογγυλού οικογενειακού τάφου είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό αρχαιολογικό και ιστορικό γεγονός, καθώς σε συνδυασμό με τους πολλούς κιβωτιόσχημους τάφους στο «Οινόπνευμα» και την κοντινή «Πασπαλιά» καθώς και με άλλες ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή, οδήγησαν τους αρχαιολόγους στην κραταιά πλέον άποψη ότι η αρχαία Ιωλκός βρισκόταν μέσα στο Φρούριο του Βόλου, στη σημερινή συνοικία «Παλαιά», η δε περιοχή του σημερινού Καπακλή ήταν ο τόπος ταφής των κατοίκων της. Γενικότερα η περιοχή των Αγίων Αναργύρων θα χρησιμεύσει και στους αιώνες που θα επακολουθήσουν ως τόπος ταφής. «Το παλαιοχριστιανικό και βυζαντινό νεκροταφείο στη συνοικία Καπακλή βρίσκονται πάνω στο αρχαίο ελληνικό και προϊστορικό νεκροταφείο των μυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων... Το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο Βόλου είναι ανάμικτο με το προϊστορικό και αρχαίο ελληνικό νεκροταφείο της αρχαίας Ιωλκού». Στην άποψη αυτή φαίνεται να συγκλίνουν - και χαρακτηριστικά σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη επιστημόνων, η οποία περιστρέφεται γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό της Μαγνησίας: «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το νεκροταφείο του παλαιοχριστιανικού οικισμού, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λόφου των Αγίων Θεοδώρων, στη θέση του εργοστασίου της Εταιρίας Οινοπνεύματος, όπου βρισκόταν και το αρχαίο νεκροταφείο. Ανασκάφηκαν πολλοί κτιστοί κιβωτιόσχημοι και καμαρωτοί τάφοι, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν περιείχαν καθόλου κτερίσματα». Στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι το παλαιοχριστιανικό αυτό νεκροταφείο - όπως και το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο στην συνοικία της Νέας Ιωνίας- «έφερε στο φως ενδιαφέρουσες ταφικές επιγραφές». Μάλιστα, η ανακάλυψη του παλαιοχριστιανικού νεκροταφείου «δύο βήματα έξω και δυτικά του Κάστρου, όπου το εργοστάσιο της Θεσσαλικής Οινοπνευματοποιίας», μαζί με την ανακάλυψη και άλλων αρχαιολογικών λειψάνων, κατέστησε σαφές ότι η αρχαία Ιωλκός μπορεί μεν να έχασε μέρος της φήμης και της σπουδαιότητάς της, κυρίως λόγω της ακμής της Δημητριάδος αλλά και των βαρβαρικών επιδρομών, διατηρήθηκε όμως ακμαία και κατά τους παλαιοχριστιανικούς αιώνες. Γενικά, και όπως συμφωνούν σήμερα όλοι οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί, η Ιωλκός «ουδέποτε έπαυσε να κατοικείται, όχι μόνο κατά την αρχαιότητα, αλλά και μετέπειτα μέχρι σήμερον». Ο Δημ. Τσοποτός γράφει χαρακτηριστικά: «Εκ των πολλών και ποικίλλων αρχαιολογικών ευρημάτων ουχί μόνον της αρχαίας Ελληνικής (Ιστορικής) εποχής και τέχνης, αλλά και της Ρωμαϊκής και αυτής της Βυζαντινής - Χριστιανικής εποχής, τα οποία απεκάλυψαν αι επί του γηλόφου του παλαιού Βόλου (Φρουρίου) ανασκαφαί, πειθόμεθα ότι η Ιωλκός δεν έπαυσεν υπάρχουσα καθ’ όλην την αρχαιότητα». Και το επιστημονικό αυτό δεδομένο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και η περιοχή, που σήμερα αποτελεί την ενορία των Αγίων Αναργύρων, ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται ως τόπος ταφής των κατοίκων της. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας κοντά στην περιοχή - και συγκεκριμένα στη Νεάπολη - βρίσκεται το εβραϊκό νεκροταφείο, το τούρκικο εκεί που σήμερα είναι η αφετηρία των ΚΤΕΛ και το χριστιανικό στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το «Αχιλλοπούλειο» Νοσοκομείο, αργότερα στην περιοχή της Αναλύψεως και τέλος στη σημερινή του θέση στη Ν. Ιωνία.

Μέσα στην ομίχλη του χρόνου χάνεται δυστυχώς μια πολύτιμη πληροφορία: πότε ακριβώς αρχίζει ο χώρος αυτός να λαμβάνει τη μορφή οικισμού. Πάντως την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε οπωσδήποτε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και αυτό γιατί το όνομα Καπακλή είναι τούρκικο. Σε έναν χάρτη με την επιγραφή «Η περιοχή του Βόλου στα 1700», ο οποίος στηρίζεται στα σχέδια των Κορονέλλι (1655) και Ντάππερ (1703) η περιοχή μοιάζει να είναι εντελώς  έρημη και το μόνο που διακρίνεται πάρα πολύ καλά είναι ο δημόσιος δρόμος που συνδέει και σήμερα τον Βόλο με το Βελεστίνο και τη Λάρισα. Ο δρόμος αυτός -η οδός Λαρίσης- είναι το φυσικό σύνορο της ενορίας με αυτήν του Αγίου Τρύφωνα. Σε άλλον χάρτη, πολύ αργότερα, ο οποίος επιγράφεται «Γενικώτερον σχεδιάγραμμα της αρχαίας Δημητριάδος»η περιοχή του KAPAKLI είναι πλέον ένα μικρό χωριό κοντά στον Βόλο, στα σύνορα σχεδόν με την αρχαία Ιωλκό.

Είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας γύρω από το Κάστρο του Βόλου -και κυρίως έξω από τη μεγαλοπρεπή μεσημβρινή πύλη και μέχρι την αποβάθρα στη θέση του παλαιού λιμεναρχείου- υπάρχουν καταστήματα, εργαστήρια, χάνια, αποθήκες, φούρνοι, πηγάδια κλπ. Μπορεί βέβαια, όπως αναφέρουν και οι Δημητριείς στη «Νεωτερική Γεωγραφία» τους, «το κάστρο του Γόλου να είναι σκάλα όλης της Θεσσαλίας», όμως η θάλασσα δεν είναι η μοναδική διέξοδος. Υπάρχει και η ενδοχώρα της Θεσσαλίας, με την οποία διατηρείται επικοινωνία αλλά και εμπορικές σχέσεις. Ο δημοσιολόγος Κωνστ. Παπαμιχαλόπουλος, γνωστοποιώντας τις εντυπώσεις του από την πόλη του Βόλου γράφει μεταξύ των άλλων ότι «την οδό Λαρίσης καλύπτει συνεχής άλυσος ανθρώπων ερχομένων μετά παντοειδών εμπορευμάτων». Η μαρτυρία του αυτή αναφέρεται στα τέλη του 19ου αιώνα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και νωρίτερα δεν υπάρχει αξιόλογη εμπορική κίνηση και εξαγωγή προϊόντων που έρχονται από την πλούσια θεσσαλική γη. Γι’ αυτό άλλωστε και η ύπαρξη μιας δεύτερης μικρότερης πύλης, στο μέσο περίπου της βορινής πλευράς του Κάστρου. Η πύλη αυτή ονομαζόταν Καρά-Καπού (δηλ. Μαυρόπορτα) και εξασφάλιζε την επαφή με το εσωτερικό της Θεσσαλίας και το Πήλιο. Από τις περιοχές αυτές έφταναν έμποροι και πραματευτάδες, κυρίως για το ξακουστό παζάρι του Κάστρου. Έξω από την Καρά-Καπού, που κλείνει κάθε απόγευμα μετά τη δύση του ηλίου, εμφανίζεται μια μικρή δραστηριότητα και αφορά κυρίως κάποια χάνια, τα οποία κτίζονται για να εξυπηρετούν τους ανθρώπους εκείνους και τα ζώα τους, που έφταναν από τα χωριά και είτε δεν προλάβαιναν ανοικτή την πύλη είτε έπρεπε να διανυκτερεύουν για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους. Τα χάνια αυτά είναι φαίνεται τα πρώτα κτίσματα της περιοχής, μετά τους μυκηναϊκούς και παλαιοχριστιανικούς τάφους, που ορθώνονται, κυρίως παραποταμίως, για να «ταράξουν» μια μακραίωνη οικοδομική ησυχία. Οι παλαιότεροι ενορίτες μας θυμούνται λείψανα από τα χάνια αυτά, τα οποία γκρεμίστηκαν για να κτισθούν τα εργατόσπιτα της Κλωστοϋφαντουργίας «Παπαγεωργίου», όπως επίσης και στους «Μύλους» κοντά στη Δ.Ε.Η.

Μετά το 1829, όταν ένα σημαντικό κομμάτι της πατρίδας είναι πλέον απελευθερωμένο από την τουρκική κυριαρχία, οι Έλληνες του «Γώλου» αρχίζουν να κτίζουν τη νέα πόλη, στην πεδιάδα ανατολικά του Κάστρου και προς τη θάλασσα. Στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων για την οποία συζητούμε εμφανίζονται κυρίως αγροτόσπιτα -μπαξεβανέϊκα- και λόγω της γειτνιάσεως με το τούρκικο ακόμη Κάστρο δεν παρατηρείται αξιόλογη δραστηριότητα. Αυτή θα επισυμβεί κυρίως μετά την απελευθέρωση της Μαγνησίας (1881) και την απομάκρυνση των τούρκων, καθώς επίσης και την εγκατάσταση πολλών οικογενειών από το χωριό Βλάστη της Κοζάνης. Σε μια ομαδική επιστημονική και συγγραφική προσπάθεια δασκάλων της περιοχής Μαγνησίας με τίτλο «Ο Βόλος και το Πήλιο», που κυκλοφόρησε το 1959, αναφέρεται πως «Συνέχεια με τα Παλιά, πέρα από τα Κιούπια, προς τα δυτικά ήταν το χωριό Καπακλί, που από χρόνια πολλά ενώθηκε με την πόλη, αποτελεί συνοικία της απ’ τις λαϊκότερες και είναι γνωστή και με το όνομα Άγιοι Ανάργυροι, που το πήρε από την ομώνυμη εκκλησία της». Το Καπακλί θα αποτελέσει τελικά την είσοδο της πόλης γι’ αυτούς που έρχονται από τη Λάρισα και γενικότερα την ενδοχώρα της Θεσσαλίας. Μάλιστα, στην περιοχή υπήρχε ο τόπος όπου οι εισερχόμενοι στην πόλη πλήρωναν τα λεγόμενα «διαπύλεια τέλη» υπέρ του Δήμου Παγασών, γι’ αυτό και η μέχρι σήμερα ονομασία του συγκεκριμένου σημείου «Φόρος», στη συμβολή των οδών Λαρίσης και Μπότσαρη, στους φωτεινούς σηματοδότες προς Διμήνι.

Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ότι μια θεωρία θέλει η ονομασία της περιοχής Καπακλί να προέρχεται από τον σπουδαίο μυκηναϊκό τάφο, που ανακαλύφθηκε και είναι θολωτός, δηλ. καπακωτός. Η θεωρία όμως αυτή δεν θεωρείται ορθή. Η ονομασία είναι τούρκικη και σημαίνει τον τόπο κατασκευής και εφοδιασμού με καπάκι. Βέβαια μπορεί η περιοχή να μην οφείλει την ονομασία της στον μυκηναϊκό τάφο, του οφείλει όμως το γεγονός ότι λόγω του αρχαιολογικού αυτού ευρήματος έγιναν γνωστά τα προβλήματά της! Οι αξιωματούχοι της πόλης και οι δημοσιογράφοι, που έσπευσαν να δουν από κοντά τις ανασκαφικές εργασίες του 1905, ήλθαν σε επαφή με «τους δυστυχείς κατοίκους του Καπακλί» οι οποίοι τους ανέφεραν ότι «ουδέποτε επάτησε αστυφύλαξ τις εις την συνοικίαν, ούτε ποτέ έλαβε τις την πρόνοιαν να φροντίση δια την ασφάλειαν της συνοικίας ταύτης» η οποία είναι κυριολεκτικώς «εις χείρας του τυχόντος κακοποιού στοιχείου». Αλλά η συνοικία έχει και πρόβλημα ρυμοτομίας και καθαριότητος «διότι ποτέ δεν εσκέφθησαν οι επί της καθαριότητος δημοτικοί υπάλληλοι να στείλουν έως εκεί ένα κάρρο τουλάχιστον καθ’ εβδομάδα». Ούτε όμως και γιατρός στέλνεται οπότε «εις την συνοικίαν ταύτην οι ελώδεις προσέβαλλον τους περισσότερους των κατοίκων αυτής. Ιδίως τα μικρά παιδιά προσβάλλονται υπ’ αυτών, τινά δε και μετά σπασμών». Οι κάτοικοι φωνάζουν και διαμαρτύρονται καθημερινώς «η φωνή των όμως είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω και ουχ υπάρχει τις ο ακούων αυτής».

Πάντως καλό θα ήταν να αποφεύγουμε πλέον την τούρκικη ονομασία και όλοι να ομιλούμε όχι μόνο για την ενορία αλλά και για την περιοχή των Αγίων Αναργύρων Βόλου.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥΝ

Υπάρχει μία συνεχής κοινωνία προσευχής μεταξύ του ορατού επιγείου τμήματος της Εκκλησίας και του αοράτου, ουρανίου τμήματος και πράγματι κάθε μέρα του χρόνου είναι αφιερωμένη στη μνήμη μερικών αγίων με γνωστά ονόματα... Η Εκκλησία, δοξολογώντας τον πνευματικό αγώνα και τη νίκη των αγίων, στην πραγματικότητα δοξολογεί το σωτηριώδες έργο του Θεού, το έργο του Αγίου Πνεύματος. Βιώνει τη σωτηρία που έχει ολοκληρωθεί ήδη σ’ αυτούς, το σκοπό προς τον οποίο ακόμη σπεύδουν τα μέλη της στρατευμένης Εκκλησίας.

(Αρχιεπισκόπου Φιλανδίας Παύλου, Η πίστη μας, σελ. 35)

 Η εύρεση της εικόνας των Αγίων και τα γεγονότα που επακολούθησαν κινούνται αναμφισβήτητα στο χώρο του θαύματος, δηλ. της έκτακτης παρέμβασης του Θεού στα ανθρώπινα δρώμενα και της φανέρωσης του θελήματός Του. Από την πρώτη στιγμή, δηλ. το ενύπνιο της αποκαλύψεως γύρω από τον τόπο που βρισκόταν η εικόνα, και για πολλά χρόνια οι Άγιοι εκδήλωναν μια ιδιαίτερη ευλογία για την περιοχή και τους προσκυνητές της μικρής εκκλησίας.

Οι σημερινοί ενορίτες μας, με πολύ συγκίνηση είναι αλήθεια, διηγούνται τις ιστορίες που άκουσαν από τους γονείς των για τον ιερό αυτό τόπο. Την εποχή εκείνη, δηλ. στις αρχές του αιώνα, ακριβώς στην έκταση που βρίσκεται ο σημερινός Ναός και το Αγίασμα, υπήρχαν μικρά και άσημα σπιτάκια (στην πραγματικότητα ένα μικρό δωμάτιο και μια κουζινούλα) και τσαντίρια γύφτικα. Το παράδοξο είναι ότι στον χώρο που «αναπαύονταν» επί αιώνες η ιερά εικόνα βρίσκονταν οι δημόσιες τουαλέτες! Οι γύρω κάτοικοι είχαν πολλές φορές ακούσει στον ύπνο τους μια προστακτική φωνή να διατάζει πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τοιουτοτρόπως τον χώρο αυτό γιατί είναι ιερός. Κανείς φυσικά δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το κοινό όνειρο. Μέχρι που βρέθηκε η εικόνα. Τότε όλοι κατάλαβαν. Γι’ αυτό και ο λαός της περιοχής -σε αντίθεση με τους άρχοντες και τις εφημερίδες, όπως ήδη αναφέραμε- από την αρχή πίστεψε και προσκύνησε αυτή την εικόνα. Γιατί είχαν σχεδόν όλοι προσωπική εμπειρία της άνωθεν διαβεβαιώσεως πως ο χώρος εκείνος ήταν ιερός.

Στα γεγονότα που επακολούθησαν αμέσως μετά την εύρεση της εικόνας οφείλουμε να συμπληρώσουμε και τα παρακάτω:

Η πρώτη Επιτροπή, που ιδρύθηκε για την οικοδόμηση της μικρής εκκλησίας, αποφάσισε να αγοράσει τα γύρω σπίτια και οικόπεδα, προκειμένου να υπάρξει ο απαιτούμενος χώρος για την ανέγερση. Όλοι αποζημιώθηκαν και έφυγαν, εκτός από έναν γύφτο, που δεν έφευγε με τίποτα. «Οι Άγιοι Ανάργυροι θα δείξουν το θαύμα τους», του είπαν. Και δεν άργησε αυτό. Ο γύφτος είχε μια νύφη ετοιμόγεννη. Την έπιασαν οι πόνοι, μα μέχρι την τρίτη μέρα δεν είχε γεννήσει. Στο τσαντίρι η νύφη να πονάει και να μην μπορεί να ελευθερωθεί. Ο γύφτος, σαν να του ήλθε φώτιση, πάει και βρίσκει τους ανθρώπους της εκκλησίας και τους λέει: «Αύριο θα φύγω και δεν θέλω να μου δώσετε τίποτε». Γύρισε στο τσαντίρι και είδε το νεογέννητο γεμάτο υγεία!

Οι Άγιοι προστάτεψαν εκείνους που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα αυτά αλλά πολλές φορές καταταλαιπωρήθηκαν. Οι νύφες του Βασιλείου Κορδέλα διηγούνται πως την ώρα που δίκαζαν τον πεθερό τους, επειδή έσκαψε χωρίς την άδεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ήρθε ειδικό Βασιλικό Διάταγμα, που τον απάλλασσε από «πάσης δικαστικής αρχής». Δύο φορές η αστυνομία μπήκε στο σπίτι του να κατάσχει τα έσοδα του μικρού Ναού. Την πρώτη φορά του πήραν «ένα τσουβάλι δεκάδες χαλκοματένιες», που όμως δεν προέρχονταν από τον Ναό, αλλά από την προσωπική του εργασία. Τις επόμενες ημέρες, όταν ο Κορδέλας κατέβαινε με το κάρο του να πουλήσει ζαρζαβατικά του, γύριζε πίσω με πολλά χρήματα, που και ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα κέρδισε. Τη δεύτερη φορά που μπήκαν οι αστυνομικοί στο σπίτι, η γυναίκα του πήγε και κάθισε σ’ ένα μπαούλο, που είχαν τα λιγοστά χρήματα της εκκλησίας. Οι αστυνομικοί έψαξαν ένα άλλο μπαούλο, που είχε και πάλι προσωπικά χρήματα της οικογένειας – πολύ περισσότερα από αυτά της εκκλησίας  - και τα πήραν. «Να, έτσι μου ήρθε να κάτσω στο μπαούλο της εκκλησίας και όχι στο δικό μας», έλεγε μετά η γυναίκα. Και πάλι όμως, μέσα σε δύο εβδομάδες, ο Κορδέλας έβγαλε αυτά τα λεφτά. Πήγαινε να πουλήσει σπανάκι και γυρνούσε σπίτι του με ένα σωρό δεκάρες. «Πού στην ευχή τα έβγαλα αυτά τα λεφτά;»αναρωτιόταν. «Η χάρη τους τα έστειλε» απαντούσε ο ίδιος στον εαυτό του.

Οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής έχουν να θυμούνται ακόμη τις θαυματουργικές θεραπείες, που οι Άγιοι επετέλεσαν στους ευλαβικούς προσκυνητές, οι οποίοι έρχονταν από διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Αφηγούνται χαρακτηριστικά την θεραπεία ενός παραλύτου από τον Πειραιά, ο οποίος στη συνέχεια χρηματοδότησε την πλακόστρωση του Αγίου Βήματος.

Η εικόνα στην περίοδο του πολέμου «σείστηκε»και στην Κατοχή «δάκρυσε». Τα γεγονότα έλαβαν χώρα την ώρα που στον Ναό τελούνταν Ιερά Παράκληση προς την Παναγία γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι οι αυτόπτες μάρτυρές των, όπως μας τόνισε χαρακτηριστικά ο π. Δημήτριος Χατζόπουλος, Εφημέριος τότε της ενορίας.

Ο ίδιος είναι προσωπικώς μάρτυρας θαυματουργικής ιάσεως ενός μικρού παιδιού, που ο γιατρός του το θεωρούσε καταδικασμένο. Πρόκειται για το κοριτσάκι μιας αρμένικης οικογένειας, η οποία ζούσε δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Ο π. Δημήτριος εκλήθη στην «τέντα»από την αρμένισα να βαπτίσει το μικρό κοριτσάκι που είχε παρουσιάσει υδροκοίλη, «μια σακούλα γεμάτη υγρό σε όλο το κεφάλι που κρέμονταν από ’δω, αριστερά». Ο ίδιος ο γιατρός είχε πει στη μητέρα του να το βαπτίσει, γιατί δεν είχε ζωή. Ο εφημέριος πήρε την κολυμβήθρα και όλα τα σχετικά και πήγε για το Μυστήριο. Κράτησε το μωρό για αρκετή ώρα μέσα στην ιερά κολυμβήθρα και εν συνεχεία έβαλε την εικόνα στο άρρωστο κεφαλάκι του. Έβαλαν το νεογέννητο να κοιμηθεί και το άλλο πρωί, όπως αφηγείται με πολύ συγκίνηση ο π. Δημήτριος, «ξεράθηκε ο υδροκέφαλος και μαζεύτηκε. Το πήγε η μητέρα του στο γιατρό και...τι να πεις...θαύμα ζωντανό».

Μια γυναίκα από την Αθήνα -διηγείται πάλι ο π. Δημήτριος- είχε ένα παιδί, «Γιάννη το φώναζαν, που σώνονταν καθημερινά, έσβηνε σιγά-σιγά. Της παρουσιάστηκαν οι Άγιοι Ανάργυροι, τρεις, της είπαν ποιοι είναι και της υποσχέθηκαν ότι «το παιδί σου θα γίνει καλά». Ο σύζυγός της δεν την πίστεψε. Εκείνη πήρε το τρένο και ήλθε στο Βόλο, στο Ναό και προσευχήθηκε, έκανε και Παράκληση στους Αγίους. Το παιδί της όντως έγινε καλά. Η γυναίκα μας έγραψε για το ευχάριστο γεγονός, με ευγνωμοσύνη στους Αγίους, και χαρήκαμε κι εμείς γι’ αυτό πολύ».

Οι Άγιοι πολλές φορές εμφανίστηκαν σε ανθρώπους με αγία βιωτή, που προσευχήθηκαν θερμά και τους διαβεβαίωσαν για την θαυματουργική παρέμβασή τους, όπως στην περίπτωση ενορίτη μας με βαρύτατη ασθένεια στο πάγκρεας, που οι γιατροί είχαν δώσει ελάχιστες πιθανότητες ζωής. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν και άγγιξαν το σώμα του ασθενούς, ο οποίος -όπως ακριβώς είχαν φανερώσει οι Άγιοι- έγινε καλά σε πέντε ημέρες, προς γενική κατάπληξη των θεραπόντων ιατρών.

Σε άλλη περίπτωση, ένας ενορίτης μας αφηγείται το περιστατικό γύρω από το νεογέννητο κοριτσάκι του, που ήταν ετοιμοθάνατο και οι γιατροί δεν έδιναν πολλές πιθανότητες να ζήσει. Ο άνθρωπος αυτός προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και κάποιο βράδυ είδε του Αγίους Αναργύρους-τρεις, όπως παρουσιάζονται και στην ευρεθείσα εικόνα!- να εισέρχονται στο φτωχικό του και να ευλογούν το μωρό. Αυτό το παιδί σήμερα είναι μια υγιέστατη γυναίκα και έχει τη δική της οικογένεια.

Γενικά, οι άνθρωποι της ενορίας μας πορεύτηκαν πάντοτε στον δρόμο της προσωπικής τους ζωής με προστάτες και συμμάχους τους Αγίους. Αυτούς επικαλούνταν, με θέρμη πολλή, σε κάθε δύσκολη στιγμή και εκείνοι ανταποκρίνονταν στα αιτήματα των προστρεχόντων. Αρκετοί ισχυρίζονται πως οι Άγιοι είχαν παραγγείλει «να μην βάλει κανείς χέρι πάνω στην εικόνα, να φαίνεται πώς είμαστε». Παρ’ όλ’ αυτά η εικόνα, επειδή βρέθηκε καμένη και δεν φαίνονταν πολύ καλά τα πρόσωπα, το 1925 επαργυρώθηκε. Από τότε σταμάτησε να θαυματουργεί όσο παλαιότερα!

Οι Άγιοι όμως συνεχίζουν να συντροφεύουν θαυματουργικά τη ζωή και των σημερινών ανθρώπων, που με θερμή πίστη και απλότητα καρδιάς αφήνουν κάθε πρόβλημά τους στη χάρη εκείνων. Με πολλή συγκίνηση θυμάμαι ένα σαββατιάτικο απόγευμα, που έφθασα νωρίς στον Ναό για μια συνάντηση με τους νέους της ενορίας μας, έναν συμπαθητικό παππού, ο οποίος περίμενε με αγωνία κάποιον από τους Εφημέριους. Είχε φέρει τα δώρα του -λειτουργιά, νάμα, λάδι, λιβάνι- έκφραση ευγνωμοσύνης ενός απλού ανθρώπου του λαού μας στους Αγίους που τον έσωσαν.

-Είχα πέτρες στα νεφρά, πάτερ, και προσευχήθηκα στους Αγίους, μου είπε. Μετά από λίγο χτύπησε την πόρτα κάποιος και λέει: «Είμαι ο γιατρός ο Κοσμάς. Μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά». Ποιός γιατρός; σκέφτηκα. Εγώ δεν φώναξα κανένα γιατρό! Πριν προλάβω να πω τίποτα χάθηκε. Σε δύο μέρες έφυγαν οι πέτρες, πάτερ! Να, στο λέω και δακρύζω...

Κι είναι νομίζω τα δάκρυα αυτού του ανθρώπου η μεγάλη μας παρηγοριά ότι ο Θεός δεν μας ξέχασε, όσο κι αν εμείς Τον πικραίνουμε. Εκείνος έχει για όλους, φροντίζει με στοργή και συνέπεια κάθε πιστό τέκνο Του μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.


ΟI ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ

 «Για τον Θεό και την Εκκλησία Του δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ζώντων και τεθνεώντων, αλλ’ όλοι είναι ένα στην αγάπη του Πατέρα. Είτε ζούμε είτε πεθαίνουμε, ως μέλη της Εκκλησίας, εξακολουθούμε ν’ ανήκουμε στην ίδια οικογένεια και να έχουμε καθήκον να φέρουμε «αλλήλων τα βάρη». Όπως ακριβώς λοιπόν οι χριστιανοί προσεύχονται ο ένας για τον άλλον πάνω στη γη και ζητούν τις προσευχές των άλλων, με τον ίδιο τρόπο προσεύχονται για τους κεκοιμημένους πιστούς και ζητούν από τους κεκοιμημένους να προσεύχονται επίσης γι’ αυτούς. Ο θάνατος δεν μπορεί να καταστρέψει τον δεσμό αμοιβαίας αγάπης που συνδέει τα μέλη της Εκκλησίας».

(Επισκόπου Καλίστου Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 402-403)

Η ζωντανή πίστη των κατοίκων κατάφερνε χρόνο με το χρόνο να μεγαλώσει τη μικρή παραγκοεκκλησιά, με συνεχείς προεκτάσεις, βελτιώσεις, κλπ. Μάλιστα, ο Ναός αυτός απέκτησε και κάπως παράξενο σχήμα, καθώς ένας ασεβής γείτονας δεν δεχόταν να πουλήσει το οικόπεδό του για να επεκταθεί το Αγιον Βήμα. Τελικώς το Ιερό εκτίσθη ευρυχωρότερο, αλλά κάπως παράταιρα. Στην υπόλοιπη ζωή του γείτονα πολλά πράγματα δεν του πήγαν και τόσο καλά, γεγονός που θεωρήθηκε από τους κατοίκους ως σημείο για την απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντι στους Αγίους.

Σιγά σιγά σταμάτησαν τα σχόλια και οι επιθέσεις εναντίον εκείνων που πρωτοστάτησαν στην ανέγερση «εν μία νυκτί» του ξύλινου Ναού. Το 1918 το κτίριο δόθηκε στην Ιερά Μητρόπολη και ιδρύθηκε η ενορία των Αγίων Αναργύρων Βόλου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο ξύλινος Ναός επενδύθηκε με πέτρα και αυτός ο μικρός μεν αλλά γραφικός πέτρινος Ναός εξυπηρέτησε τις πνευματικές ανάγκες των κατοίκων των περιοχών Καπακλή, Νεαπόλεως και Λαμίας Διμηνίου (Σαμπάν-Αγά). Κτίσθηκε Νάρθηκας και ένα εξωτερικό μεγάλο πεζούλι περιμετρικά. Αυτό το πεζούλι θυμούνται πολύ έντονα οι γεροντότεροι σήμερα, γιατί σ’ αυτό ως παιδιά τότε καθημερινώς έπαιζαν και προσπαθούσαν να ισορροπήσουν. Άλλος τόπος παιχνιδιού τους ήταν η μεγάλη λακκούβα όπου είχαν βρεθεί ο αρχαίος τάφος και το Αγίασμα. Κτίσθηκαν ακόμη μερικά δωμάτια-τα«κελλιά», όπως τα ονόμαζαν-για τους προσκυνητές που τύχαινε να διανυκτερεύσουν στη χάρη των Αγίων. Η πρώτη καμπάνα «δέθηκε» κάτω από μια μεγάλη μουριά, ενώ, σε κοντινή απόσταση, έκτισαν και σπίτι για τον εκάστοτε Εφημέριο.

Κάπου εκεί δίπλα έμενε και ο μπάρμπα-Γιώργης, που έπλεκε καλάθια. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο ντελάλης της ενορίας. Γύριζε τις γειτονιές για να πληροφορήσει στους κατοίκους την ώρα του Εσπερινού και της Παράκλησης και όποιες άλλες ανακοινώσεις έπρεπε να γίνουν γνωστές σε όλους.

Το όνειρο όλων είναι πλέον η οικοδόμηση ενός μεγαλύτερου Ναού. Παρά τις συνεχείς βελτιώσεις και προεκτάσεις η χωρικότητα του Ναού δεν ξεπερνά τους 100 πιστούς, σε εποχή μάλιστα που η ενορία είχε 1000 οικογένειες. Ένας μεγάλος έρανος απέφερε σημαντικά χρηματικά έσοδα και όλα ήταν έτοιμα -το 1940- να αρχίσει η οικοδόμηση ενός μεγαλοπρεπούς Ναού. Η κήρυξη του πολέμου ματαίωσε τα σχέδια αυτά καθώς τα χρήματα κατασχέθηκαν από το κράτος. Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά την κατοχή, και παρά την δεινή οικονομική τους θέση, οι κάτοικοι αρχίζουν να μαζεύουν πάλι χρήματα για το νέο Ναό.

Ο τότε Εφημέριος του Ναού μας π. Δημήτριος Χατζόπουλος, σήμερα παλιός γέροντας που εν τούτοις μας βοήθησε με τρόπο ουσιαστικό ενθυμούμενος σημαντικά γεγονότα της εποχής του, διατηρεί ακόμη τη δυσάρεστη οσμή από τις αναθυμιάσεις, που πλήγωναν τον φάρυγγα των πιστών μέσα στην εκκλησία, και μάλιστα τις μεγάλες γιορτές που ο Ναός ήταν γεμάτος κόσμο. Ιδιαίτερα την «καπνιά της πρώτης του Πασχαλιάς» στο Ναό δεν την έχει ξεχάσει! Γι’ αυτό και μετά τον πόλεμο αποφάσισαν να προωθήσουν γρήγορα την ιδέα της ανεγέρσεως του νέου Ναού…

Ο χώρος που οι ενορίτες θέλουν να κτισθεί το καινούριο σπίτι των Αγίων βρίσκεται πολύ κοντά στην παλαιά Εκκλησία. Αντιδρά όμως η «Διεύθυνσις Αναστηλώσεως και Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής» του Υπουργείου Παιδείας, λόγω της γειτνιάσεως του χώρου με τον μυκηναϊκό τάφο. Μια ομάδα ενοριτών προτείνει όπως ο νέος Ναός κτισθεί κοντά στην οδό Λαρίσης, αλλά μετά από μελέτη ο προτεινόμενος χώρος κρίνεται ακατάλληλος και ασύμφορος. Στις 31 Μαρτίου του 1948 ο π. Δημήτριος Χατζόπουλος ανακοινώνει στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο πώς ένα από τα μέλη του, ο Γεώργιος Μπάκος, δώρησε οικόπεδο 500 τετραγωνικών πήχεων για την ανέγερση νέου Ναού. Ο χώρος αυτός συμπληρώθηκε με την αγορά δύο οικοπέδων (308 τετρ. Πήχεων το καθένα) και την απαλλοτρίωση της οικίας της Μαρίας χήρας Ερωτοκρίτου Βαλιανάτου, στην οποία η Εκκλησία έκτισε νέο σπίτι σε οικόπεδο που αγόρασε ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό από τον Ν. Δ. Καραγιάννη στη θέση «Πασπαλιές». Το τελικό οικόπεδο διαμορφώνεται σε 3436 τ.μ. και η έκταση αυτή κρίνεται επαρκής για την ανέγερση του νέου Ναού. Αποφασίζεται λοιπόν στο Συμβούλιο αυτό να κινηθούν οι διεργασίες για την έκδοση της σχετικής οικοδομικής αδείας και την έναρξη το ταχύτερον δυνατόν των εργασιών. Η αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου παιδείας εγκρίνει τελικά, στις 20 Απριλίου του 1948, τη μελέτη για την ανέγερση και προγραμματίζεται ο Αγιασμός των θεμελίων για την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, επέτειο της ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος των Αγίων.

4 Μαϊου 1948. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, μέσω του τοπικού τύπου, είχε κατάλληλα ενημερώσει για το μεγάλο γεγονός της καταθέσεως του θεμελίου λίθου του νέου Ναού, παραπλεύρως του παλαιού Ναού των Αγίων Αναργύρων. Παρουσία των αρχών της περιοχής, και σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 10.00 π.μ. μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία στον παλαιό Ναό, εψάλη ο Αγιασμός από τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ και ραντίσθηκαν τα βαθειά θεμέλια και οι εσχατιές του νέου οικοδομήματος. Μίλησε ο Δήμαρχος, εξαίροντας την σημασία του μεγαλεπήβολου αυτού οράματος, και ο Μητροπολίτης, ο οποίος έκανε έκκληση προκειμένου να συντρέξουν όλοι το ιερό έργο που αρχίζει. Από την πρώτη κιόλας στιγμή φάνηκε πως αυτός ο λαός ήθελε ετούτη την εκκλησία δικιά του, την ονειρεύτηκε και την έχτισε με το αίμα της καρδιάς του.

Αμέσως μετά την προτροπή του Ιεράρχου όλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία. Άρχισε ο Δήμαρχος και τον ακολούθησαν πολλοί άλλοι προσφέροντας χρήματα και λίρες. Όποιοι δεν είχαν να δώσουν χρήματα διέθεσαν εθελοντική εργασία, άνδρες και γυναίκες, άλλος 30 ημερομίσθια δωρεάν, άλλος 10 και άλλος 5. Κάποιος πρόσφερε ασβέστη, ένας άλλος ξύλα, άλλοι έδωσαν τούβλα και κεραμίδια, ένας διέθεσε το κάρο του να μεταφέρει άμμο. Η Ένωσις Γεωργικών Συνεταιρισμών Βόλου διέθεσε ένα αυτοκίνητό της για τη μεταφορά πέτρας από το λατομείο της Γορίτσας, άλλοι κουβαλούσαν τις κολώνες που τους δώρισε η κλινική «Χατζηγεωργίου», άλλοι τα ρείθρα από τις Αλυκές. Κι όλοι προσέφεραν την προσευχή τους και την ψυχή τους για να υψωθεί η νέα εκκλησία, ν’ ανέβει ψηλότερα από τις στέγες των σπιτιών και να θυμίζει στους αιώνες την πίστη εκείνων των ανθρώπων, που σε καιρούς δίσεκτους -χρόνια του εμφυλίου, μετά την Κατοχή- ανέλαβαν ένα τόσο δύσκολο έργο.

Με εράνους σε όλη την πόλη, με μηνιαίες εισφορές των κατοίκων και με γενναίες δωρεές διαφόρων φιλοθρήσκων ο Ναός ολοκληρώθηκε μέσα σε 5 χρόνια. Από τα μέλη της Ερανικής Επιτροπής, που «έτρεξαν πολύ για το νέο Ναό», ο π. Δημήτριος θυμάται σήμερα τους Βασίλειο και Ευάγγελο Κορδέλλα, Δημήτριο Τσουρέλλη, Μιχαήλ Κουρτίνα, Χρήστο Μπιρσίμη, Κωνσταντίνο Ξάνθη, Νικόλαο Κονδύλη κ.ά. Ο Δήμος Βόλου δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην απαίτηση για την πραγματοποίηση του έργου αυτού και διέθεσε μόνο 5.000.000 παλαιές δραχμές, ποσό δηλαδή πολύ μικρό, αν σκεφθεί κανείς ότι μόνο η επικεράμωση κόστισε 20.000.000 δρχ. και ο Ναός συνολικά, με τα δεδομένα της εποχής, 700.000.000 δρχ. Η Νομαρχία Μαγνησίας διέθεσε πολύ αργότερα, και συγκεκριμένα το 1957, το πολύ μικρό ποσόν των 50.000 δρχ., το οποίο δαπανήθηκε στην αντισεισμική κατασκευή του κωδωνοστασίου. Η δε επίσημη πολιτεία παρέπεμψε το αίτημα της Επιτροπής Ανεγέρσεως του Ιερού Ναού στην «Εκτελεστική επιτροπή του εράνου για την υπό την υψηλή προστασία της Α.Μ. του Βασιλέως «Πρόνοια συμμοριοπλήκτων»! Η Εκτελεστική αυτή Επιτροπή, όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψε το αίτημα, καθώς ο Ναός -που ακόμη δεν είχε καν χτισθεί- δεν ήταν βέβαια… συμμοριόπληκτος!

Κι έφτασε η μέρα η μεγάλη. Ένα «φθινοπωρινό Πάσχα» των ενοριτών μας στις 4 Οκτωβρίου του 1953. Οι τελετές των εγκαινίων του νέου Ναού, που σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής αλλά και τις ενθυμήσεις των παλαιοτέρων, ήταν λαμπρές, επιβλητικές και συγκινητικές. Τόσο το απόγευμα του Σαββάτου στον Εσπερινό όσο και την Κυριακή στα εγκαίνια και τη Θεία Λειτουργία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Σταυρουπόλεως Πολύκαρπος (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σιατίστης), βοηθός τότε του υπέργηρου πλέον Μητροπολίτου. Παρευρέθη πάντως και ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, ο οποίος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, μίλησε προς τον λαό και συνεχάρη εκείνους που συνέβαλαν στην ανέγερση του νέου Ναού.

Ο κόσμος πολύς. Στέκεται στο προαύλιο καμαρώνοντας τη νέα εκκλησιά του και περιμένει με λαχτάρα να μπει μέσα και να την χαρεί. Επιτέλους το όνειρο γίνεται πραγματικότητα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, που δείχνει να ’ναι κι αυτό ένα θαύμα, μια επίσπευση των ίδιων των Αγίων που ήθελαν πολύ γρήγορα να μπουν στο καινούριο τους σπίτι.

Το νέο οικοδόμημα φυσικά έχει αρκετές ελλείψεις, όμως ο λαός πλέον είναι μέσα στον καινούριο Ναό. Τα προβλήματα ακόμη υπάρχουν, αλλά ποιος είναι σε θέση αυτή την ώρα να μιλήσει για τις ατέλειες; Το καμπαναριό είναι σχεδόν μισό, λείπουν οι Νάρθηκες και χρειάζονται ακόμη τα εσωτερικά επιχρίσματα. Αυτά ολοκληρώθηκαν σταδιακά και σε ένα αρκετά μικρό χρονικό διάστημα, αφού ο Ναός είχε πρώτα ένα πολύ σημαντικό χρέος να ξεπληρώσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι καταστρεπτικοί σεισμοί από το 1955 και εντεύθεν τραυμάτισαν το νεόδμητο κτίριο και προκάλεσαν ζημιές κυρίως στο Άγιον Βήμα και την κύρια είσοδο, που έπρεπε να αποκατασταθούν. Μάλιστα οι μηχανικοί ζήτησαν επιμόνως να γκρεμισθεί εντελώς ο νεόδμητος Ναός, ο οποίος σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρις στην ηρωϊκή αντίδραση κλήρου και λαού .Από τα αρχεία του Ναού πληροφορούμεθα ότι τον Οκτώβριο του 1955 το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο απευθύνεται στους τοπικούς άρχοντες ζητώντας την ενίσχυσή τους για την αποπεράτωση του κτιρίου, που από διετίας λειτουργεί. Το 1959 ολοκληρώνεται το κωδωνοστάσιο και ένα χρόνο μετά το φωτεινό ρολόι. Η πλακόστρωση του δαπέδου ολοκληρώνεται μόλις το 1962, ενώ το 1965 συγκροτείται και πάλι «Επιτροπή διενεργείας εράνου» για την τελική ολοκλήρωση του κτιρίου.

Ο παλαιός Ναός γκρεμίστηκε, εκεί όμως που ήταν η Αγία Τράπεζα κτίσθηκε ένα μικρό Προσκυνητάρι, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, φανέρωμα μιας ιστορίας που μας πηγαίνει πολύ παλιά και μας διδάσκει το σεβασμό για τα έργα των πατέρων μας.

Το 1962 αρχίζει η αγιογράφηση του Ναού, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ολοκληρώνεται μέχρι το 1975, από τον πολύ σημαντικό Ζωγράφο - Αγιογράφο Βασίλειο Καζάκο. Είναι χαρακτηριστική η επιγραφή στην Πλατυτέρα, επάνω από το Άγιον Βήμα, η οποία αγιογραφείται πάντοτε πρώτη στους ορθόδοξους Ναούς:

ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ

ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΖΑΚΟΥ

1962

Ο Β. Καζάκος γεννήθηκε Κατίκιοϊ της Μικράς Ασίας το 1910 και εγκαταστάθηκε το 1922, ως πρόσφυγας, στο Βόλο. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και επεδόθη συστηματικά στην προσωπογραφία, ακόμη και ως αιχμάλωτος των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής. Εργάσθηκε στη Θεσσαλία και τη Γερμανία, ενώ έργα του υπάρχουν και στη Γαλλία. Χρησιμοποίησε πάντοτε τη βυζαντινή τεχνοτροπία τόσο στις φορητές εικόνες όσο και στις τοιχογραφίες, ενώ ασχολήθηκε και με την γλυπτική και το ψηφιδωτό. Εκτός από το Ναό μας, αγιογράφησε τον Άγιο Βασίλειο στο Βόλο, την Αγία Παρασκευή στη Σούρπη, τον Άγιο Ιωάννη στον Άνω Βόλο και τους Ταξιάρχες στο Σέσκλο. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις, ενώ διάφορα έργα του κατέχει το δημόσιο. Διακεκριμένοι κριτικοί της τέχνης έγραψαν κολακευτικά σχόλια για τη δουλειά του και την εν γένει προσφορά του στην πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη του τόπου και τέλος τιμήθηκε με τη διάκριση του Συλλόγου Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1990 από την ενεργό καλλιτεχνική δραστηριότητα, λόγω ασθενείας και πέθανε έξι χρόνια αργότερα.

Στο σημείο αυτό, μια και αναφερθήκαμε λίγο πιο πάνω, στα εγκαίνια του νέου Ναού, πρέπει να τονίσουμε ότι η ημερομηνία αυτή είναι πολύ σημαντική στην ιστορία κάθε Ναού και πρέπει να τιμάται δεόντως. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου τελούμε πανηγυρικά τη Θεία Λειτουργία και αναγιγνώσκουμε την ανάλογη Ευχή «επί τη επετείω των εγκαινίων» του Ιερού Ναού.

Σήμερα, σε κάθε Ιερά Ακολουθία, σαν προσευχόμεθα «υπέρ των μακαρίων και αοιδίμων κτιτόρων, ευεργετών και δωρητών του αγίου οίκου τούτου», στρέφουμε ευλαβικά τα μάτια της ψυχής μας σ’ όλους εκείνους τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που έβαλαν το χρέος και την θέληση πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο και που με το αίμα της καρδιάς τους ύψωσαν και πύργωσαν αυτό το ιερό της πίστης μας τέμενος. Ο καθένας προσέφερε αυτό που μπορούσε:Το περίσσευμα ή –κυρίως- το υστέρημά του, την προσωπική εργασία του, την αναζήτηση χορηγών, την προσφορά εργαλείων και υλικών, τη διάθεση των εργατών που δούλευαν για λογαριασμό του. Κανείς από τους πατέρες μας δεν υστέρησε. Γι’ αυτό και όλοι δικαιούμεθα την εν Χριστώ καύχηση γι’ αυτούς. Κι εκείνοι, που παρακολουθούν πλέον από τον ουρανό τις εξελίξεις, αγάλλονται και χαίρουυν για τα σημερινά επιτεύγματα των απογόνων, τον εξωραϊσμό του Ναού που οι ίδιοι θεμελίωσαν, την ανέγερση νέων κτιρίων, τη χάραξη μιας πλατειάς ποιμαντικής στρατηγικής, η οποία απευθύνεται σε κάθε ενορίτη, μικρό και μεγάλο. Όλους τους θυμόμαστε! Κι όσων τα ονόματα δεν έμειναν στην τοπική μας ιστορία, βρίσκονται ανεξίτηλα χαραγμένα στις «βίβλους» του Θεού, καταμαρτυρώντας τους κόπους και τις θυσίες δεκαετιών. Η ενορία προσεύχεται γι’ αυτούς διαρκώς, εξαιρέτως δε την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια του Ιερού Μνημοσύνου, που κάθε χρόνο πανεπισήμως τελούμε, υπέρ πάντων «των θεοφιλώς ιερατευσάντων και διακονησάντων εν τη ιερά εκκλησία ταύτη, των κτιτόρων, ευεργετών και δωρητών αυτής και των εν ευλαβεία κοπιασάντων εν αυτή». Στη δε λειτουργική προτροπή του Ιερέως, του προεστώτος της ευχαριστιακής συνάξεως, ο λαός με ένα στόμα απαντά και δέεται: «Αιωνία η μνήμη αυτών».

Τα ονόματά τους είναι πολλά. Αρκετά διασώζονται στα αρχεία του Ναού, όλα όμως τα γνωρίζει ο Παντεπόπτης Θεός. Επιτρέψτε μας, ως έκφραση τιμής και ευγνωμοσύνης σε εκείνους που διακόνησαν στον Ιερό Ναό μας, σ’ εκείνους που προσέφεραν την αναίμακτη Θυσία στην Αγία Τράπεζα του παλαιού και του νέου Ναού, σ’ εκείνους που βάπτισαν, πάντρεψαν και αποχαιρέτησαν τους πατέρες μας σ’ αυτή την ενορία, να αναφέρουμε τα ονόματα των ιερετευσάντων σε αυτήν (εντός παρενθέσεως είναι η χρονιά που διορίσθηκαν στον Ναό):

Αθανάσιος Χαρίσης (1906)

Δημήτριος Παπαδανιήλ (1917)

Νικόλαος Συμουρίδης (1918)

Παρίσης Μέμος (1924)

Νικόλαος Μαστρογιάννης (1924)

Νικόλαος Καλυβιώτης (1928)

Κωνσταντίνος Ζιώγας (1929)

Γρηγόριος Παπαγρηγοριάδης (1934)

Αθανάσιος Παπαθανασίου (1936)

Ανδρέας Βαρβιτσιώτης (1939)

Δημήτριος Αγγελούσης (1942)

Νικόλαος Παπγεωργίου, Διάκονος (1942)

Δημήτριος Χατζόπουλος (1944)

Θεόδωρος-Δωρόθεος Αναστασοβίτης (1948)

Κωνσταντίνος Λαγός (1949)

Νικόλαος Ροντογιάννης (1950)

Τιμόθεος Χρήστου (1956)

Παναγιώτης Γεραμπίνης (1957)

Κωνσταντίνος Γιαννουσάς(1959)

Ας σταθούμε για λίγο τώρα και στα χρόνια του πολέμου. Καθημερινώς «διάβαζαν» Παράκληση στον Ναό, που ήταν γεμάτος από κόσμο, ιδιαίτερα γυναίκες, οι οποίες προσεύχονταν με δάκρυα για τη νίκη του έθνους και την επιστροφή των στρατιωτών. Στα χρόνια της κατοχής, η ενορία θα διοργανώσει συσσίτια για τους δεινώς χειμαζόμενους αδερφούς χριστιανούς, στα οποία μαγειρεύουν και διακονούν γυναίκες επιστρατευμένες οικειοθελώς σ’ αυτό το έργο αγάπης της Εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα διανέμονται γάλατα και τρόφιμα.

Στα αρχεία του Ναού υπάρχει σχετικό έγγραφο - παράκληση του Μητροπολίτου Ιωακείμ, με ημερομηνία 26.1.1942, προκειμένου «εις κάθε ενορίαν να γίνη αμέσως Επιτροπή Βοηθείας πτωχών… να συλλέξη ό,τι έκαστος μπορεί να προσφέρη… και οι Ναοί να δώσουν ό,τι έχουν, και αυτά ακόμη τα αφιερώματα και τα κεφάλαιά των δια να σώσωμεν τους πεινώντες αδελφούς μας». Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η τοπική Εκκλησία της Δημητριάδος, όπως είναι γνωστό, υπό την φωτισμένη καθοδήγηση του Μητροπολίτου Ιωακείμ, ανέλαβε την ευθύνη για την επιβίωση του λαού. Γεύματα στις ενορίες, παραστάσεις του Μητροπολίτου στους κατακτητές, η οργάνωση ιατρικής περίθαλψης, και φαρμακευτικής παροχής, έσωσαν από την πείνα και το θάνατο χιλιάδες ανθρώπων. Λειτούργησαν συνολικά 110 εστίες δωρεάν σίτισης του λαού, που έφτασαν, το 1944, να μοιράζουν φαγητό καθημερινά σε 22.400 άτομα! Το Φιλόπτωχο, τρεις φορές την εβδομάδα, έστελνε φαγητό σε 200 κρατούμενους, και μάλιστα όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Ιταλούς αιχμαλώτους!

Ανταποκρινόμενο λοιπόν στην προτροπή του στοργικού και αγωνιστού Ιεράρχου, το «Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον του εν Βόλω ενοριακού Ιερού Αγίων Αναργύρων» με την υπ’ αριθμ. 236 απόφασή του στις 22 Φεβρουαρίου 1942, «σκεφθέν, αποφαίνεται ομοφώνως όπως σιτίση 50 άπορα παιδιά εκ της ενορίας», και για να ανταπεξέλθει οικονομικώς, μαζί με τα χρήματα του αποθεματικού, αποφασίζει την διάθεση 100.000 δραχμών «εκ των συνεισφορών υπέρ ανεγέρσεως του νέου ναού» καθώς επίσης και την εκποίηση τιμαλφών του Ναού! Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται πλήρως με το σκεπτικό και την αγωνία του Μητροπολίτου Ιωακείμ, ο οποίος δήλωνε ότι «η Εκκλησία δεν δίνει μόνο ευλογίες και δεν λέγει λόγια άνευ ουσίας, αλλά δείχνει έμπρακτη την αγάπη της προς όλα τα τέκνα της. Εμπρός, όλοι για την ανακούφιση των απόρων και των αρρώστων… Είμαι πρόθυμος να πωλήσω και τα κειμήλια των Μοναστηριών και των Εκκλησιών, ακόμη και αυτά τα ιερά άμφιά μου, προκειμένου να σωθούν άνθρωποι από την πείνα και τη γύμνια». Στις 29 Μαρτίου του 1942 το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο των Αγίων Αναργύρων αποφασίζει τη συνέχιση των συσσιτίων και διαθέτει και άλλα χρήματα για το σκοπό αυτό.

Τα συσσίτια ετοιμάζονταν από γυναίκες της ενορίας, που μαγείρευαν και διακονούσαν οικειοθελώς, σε μια μεγάλη αποθήκη κοντά στην ποταμιά, θα συνεχισθούν δε και μετά την κατοχή, κατά την διάρκεια των λυπηρών για το έθνος μας γεγονότων που ακολούθησαν. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1944 το Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως παραγγέλλει στον τότε Διάκονο του Ναύ  π. Νικόλαο Παπαγεωργίου να αναλάβει «την επίβλεψιν της παρασκευής και διανομής τόσον του συσσιτίου όσον και του γάλακτος της Ενοριακής Εστίας». Σε κάθε δικαιούχο δίδονται 7 κουτιά γάλα, 50 δράμια ζάχαρη, 200 δράμια τυρί και 142 δράμια κρέας. Τα συσσίτια διαρκούν μέχρι και το 1949, τελευταίοι δε που σιτίζονταν ήταν 16 φυματικοί. Υπό νέα μορφή τα συσσίτια επαναλαμβάνονται και πάλι στους μεγάλους σεισμούς του 1955, σε χώρο πλέον του Ναού, τον δεξιό εξωνάρθηκα.

Πιο χαρακτηριστικά είναι τα όσα αφηγούνται οι σημερινοί ενορίτες - παιδιά και έφηβοι την περίοδο της ιταλο-γερμανικής κατοχής - ιδιαίτερα για τον Εφημέριο του Ναού π. Ανδρέα Βαρβιτσιώτη. Ο Κληρικός αυτός είχε έρθει από την Πελοπόννησο και άφησε πολύ καλή μαρτυρία. Υπηρέτησε την ενορία με σύνεση και δυναμισμό, στάθηκε κοντά στα προβλήματα των ανθρώπων, πλησίασε τους νέους και δραστηριοποιήθηκε πολύ φιλότιμα στα χρόνια της Κατοχής. Έσωσε ανθρώπους από την πείνα και εμψύχωνε τον χειμαζόμενο λαό, που έπαιρνε θάρρος από τη μορφή και τα λόγια του. Η ενορία μας καυχάται πραγματικά για την παρουσία του Κληρικού αυτού, ιδιαίτερα μάλιστα σε χρόνια δύσκολα και δίσεκτα για τον λαό μας. «Ο Θεολόγος Απόστολος Παπαδόπουλος, εκθέτοντας τις αναμνήσεις του από τη δράση της Μητροπόλεως Δημητριάδος κατά την κατοχή, ανέφερε και τα παρακάτω για τα λαϊκά συσσίτια: «Στη δύσκολη περίσταση ορθώνει το ανάστημά του ο γέροντας Ιεράρχης Ιωακείμ. Δίνει τις γενικές κατευθύνσεις, αναθέτει το συντονισμό του έργου της πολύπλευρης φιλανθρωπικής δράσεως - που μονάχα η χριστιανική αγάπη και αυταπάρνηση μπορούσε να εμπνεύσει - στον ιεροκήρυκα Σωκράτη Αναζιλή με βοηθό τον ιερέα Ανδρέα Βαρβιτσιώτη»…». Οι Ιερείς της ενορίας μας, για την όλη κοινωνική δράση τους την περίοδο αυτή, παρα-σημοφορήθηκαν αργότερα τόσον από την Εκκλησία όσον και από την πολιτεία.

Πριν ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο αυτό γύρω από την ιστορία της ενορίας μας θεωρώ επιβεβλημένο να σταθούμε σε ένα αρκετά ευαίσθητο σημείο, που μάλιστα αρκετές φορές αποτελεί αιτία αμφισβητήσεων ή και «σκανδαλισμού» ορισμένων πιστών. Και μιλάμε φυσικά για το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της. Πολλοί άνθρωποι ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;» γι’ αυτό ή εκείνο το ζήτημα, εννοώντας ότι θα ήθελαν να πληροφορηθούν για τις συγκεκριμένες πρακτικές δράσεώς της όσον αφορά την ανακούφιση των δυστυχισμένων ανθρώπων. Στο ερώτημα λοιπόν που μπορεί κάποιος να θέσει «Τι έκανε ή τι κάνει η ενορία για τους πάσχοντες αδελφούς μας;» έχουμε εν συντομία να απαντήσουμε τα εξής:

Είδαμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και των δύσκολων χρόνων που ακολούθησαν, η Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων έδωσε ένα δυναμικό παρόν, παρά το γεγονός ότι είναι μια κατά βάσιν λαϊκή ενορία, δηλ. με πιστούς μιας μέσης οικονομικής κατάστασης, για να μην πούμε φτωχούς. Παρ’ όλ’ αυτά και παρά το γεγονός ότι αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζουν οι εργασίες οικοδόμησης του νέου Ναού, η ενορία μας δεν υπολείπεται σε κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Τα σχετικά παραστατικά, οι αποδείξεις και τα οικονομικά βιβλία του Φιλοπτώχου Ταμείου είναι αψευδείς μάρτυρες αυτής της αλήθειας.

Ο Ναός, με ένα επιτελείο φιλοτίμων ανδρών και γυναικών, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για να θεραπεύσει, όσο δύναται, τον ανθρώπινο πόνο. Τα συσσίτια και οι συχνές διανομές τροφίμων και γάλακτος, η εξασφάλιση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η στοργική μέριμνα για τους «ελάχιστους αδελφούς» του Χριστού αποτελούν συνεχές μέλημα. Ταυτόχρονα η ενορία ανταποκρίνεται πάντοτε στις εκκλήσεις για εράνους και δισκοφορίες υπέρ των σεισμοπλήκτων, των αναπήρων, των τυφλών (Κυριακή ΣΤ’ από του Πάσχα, του Τυφλού), παλαιότερα των λεπρών (Κυριακή ΙΒ’ Λουκά, των Δέκα Λεπρών), των απόρων κορασίδων, των απορφανισθέντων οικογενειών, των πυροπαθών, των πολιτοκρατουμένων ομήρων. Συνεισφέρει στις γενναίες προσπάθειες υπέρ των ορφανοτροφείων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, υπέρ της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπέρ των 50 ερειπωμένων Ναών της Πάφου, υπέρ ανεγέρσεως των κατεστραμμένων από τους σεισμούς Ναών, υπέρ των αναπήρων πολέμου, υπέρ των φυλακισμένων. Προσφέρει για τους τροφίμους του Γηροκομείου, για τα μάλλινα του στρατιώτη, για την αγορά παιχνιδιών προς τα ορφανά του πολέμου, για την αγορά υφασμάτων προς τις άπορες κοπέλες, για τον Διάκονο του Αγίου Βασιλείου Βόλου που περνά δύσκολες περιστάσεις, για τις περιοχές της Βορείου Ελλάδος, που αντιμετωπίζουν οξυμμένα προβλήματα, «για τους άπορους και τα παιδάκια, που έχουν τόσο την ανάγκη μας» κατά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του Μητροπολίτου Ιωακείμ. Γίνονται εξορμήσεις, με επικεφαλής τους Εφημέριους, σε ιδρύματα και χωριά, προκειμένου να παραδώσουν οι ίδιοι οι ενορίτες βοηθήματα, κουβέρτες, ρούχα, τρόφιμα, γλυκά και είδη ευλαβείας. Φτωχοί και οι ίδιοι, είναι σε θέση να νιώσουν καλύτερα τον πόνο του αδελφού και να προσφέρουν απλόχερα από το υστέρημά τους.

Το 1957 στέλνουν ιερά σκεύη στον Ι. Ναό Αγίων Αποστόλων Μπελοκομίτσης του νομού Ευρυτανίας, το Συμβούλιο του οποίου «εκφράζει τα συγχαρητήρια και τας θερμάς ευχάς προς το συνάδελφον Εκκλ. Συμβούλιον Αγίων Αναργύρων Βόλου, διότι όλως προθύμως, με ευλάβειαν και χριστιανικήν χειρονομίαν, εδώρησε εις την ημετέραν πτωχοτάτην εκκλησίαν ένα μεγάλο ωρολόγιον του τοίχου, πέντε αργυράς κανδήλας και δύο προσόψια».

Τον Νοέμβριο του 1957, ο Αθλητικός Όμιλος Βόλου «η Δάφνη» ζητά από τον Ναό να του παραχωρήσει ένα «κελλίον» να το χρησιμοποιήσει ως αποδυτήρια, διότι «δίς κατεστράφη η ημετέρα Λέσχη, μία εκ της πλημμύρας τον Οκτώβριο του 1955 και μία εκ των σεισμών του 1957». Ο Ναός ανταποκρίνεται θετικά, με την προϋπόθεση το «κελλίον» να μη φθαρεί και να μην γίνεται υπερβολικός θόρυβος μπροστά στην εκκλησία. Στις μέρες μας, ο πρόεδρος του αθλητικού αυτού Συλλόγου -χωρίς καθόλου να γνωρίζει το παραπάνω γεγονός- βοήθησε πολύ σημαντικά στην ανέγερση του Πνευματικού Κέντρου της ενορίας. Λέτε να λειτούργησε ένας άγραφος ηθικός νόμος, η ανταπόδοση ενός καλού που κάποτε έγινε και τώρα τρόπον τινά «ξεπληρώθηκε»;

Μαζί με το φιλανθρωπικό λειτουργεί το πνευματικό και ιεραποστολικό έργο της ενορίας. Ο Κύκλος Συμμελέτης Αγίας Γραφής έφθασε τα 170 μέλη, αριθμός ρεκόρ ακόμη και για τις μεγάλες ενορίες του Βόλου. Οι κατά καιρούς Εφημέριοι επισκέπτονταν διάφορα χωριά της μαγνησιακής υπαίθρου για να λειτουργήσουν και να κηρύξουν, για να εξομολογήσουν, ιδιαίτερα πριν τις μεγάλες γιορές, για να κάνουν εσπερινά κηρύγματα. Ταυτόχρονα εξυπηρετούσαν τις πνευματικές ανάγκες των στρατοπέδων της περιοχής, με την τέλεση αγιαστικών πράξεων και ομιλιών προς τους αξιωματικούς και τους οπλίτες. «Πάνω, στο νάρθηκα, λειτουργούσε τα Κατηχητικό σχολείο-μας διηγείται και πάλι ο π. Δημήτριος. Από αυτό το Κατηχητικό βγήκαν θεολόγοι, ιερωμένοι, επιστήμονες, μέχρι και καθηγητές Πανεπιστημίου». Κυρίως όμως «βγήκαν» άνθρωποι με πίστη και αρετή. Οι ιεραποστολικές αυτές δραστηριότητες φιλοξενούνταν μέσα στον Ι. Ναό, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που η Εκκλησία νοίκιασε κοντινές αίθουσες, για να χρησιμεύσουν ως χώροι πνευματικής δραστηριότητας, μέχρι που πρόσφατα, το 1997, η ενορία απέκτησε το δικό της Πνευματικό Κέντρο, στο οποίο πραγματοποιείται πλήθος ιεραποστολικών εκδηλώσεων.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την «Χριστιανική Αλληλεγγύη» και το «Σπίτι Γαλήνης Χριστού» και θα συνεχίζεται όσο υπάρχει ανθρωπιά στην καρδιά μας κι όσο υπάρχουν εκείνοι που ξέρουν καλά να αναγνωρίζουν, πίσω από τις ευφάνταστες σκανδαλολογίες, τα καλά σημεία αυτού του κόσμου, στον οποίο δεν χάθηκαν τα πάντα. Η Εκκλησία είναι η ζωντανή επιβεβαίωση αυτής της πραγματικότητας, καθώς με το έργο της, που γίνεται όλο σε εθελοντική και μόνο βάση, βιώνει συνειδητά την εντολή του Χριστού για αγάπη, κοινωνικότητα και υπέρβαση της ατομικότητας.


ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

«Από την πρώτη του αρχή ο Χριστιανισμός στάθηκε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη…ο Χριστιανισμός ανήγγειλε και μετέδωσε μια νέα χαρά, που τα περικλείει όλα και με τη χαρά αυτή μεταμόρφωσε το Τέλος σε Αρχή. Χωρίς τη διακήρυξη της χαράς αυτής ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μονάχα ως χαρά η Εκκλησία θριάμβευσε στον κόσμο, και έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να μαρτυρεί τη χαρά. (π.Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, εκδόσεις ΔΟΜΟΣ, σελ. 34)


Ο Ναός των Αγίων Αναργύρων γρήγορα έγινε το κέντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής των κατοίκων της γύρω περιοχής. Ο πέτρινος Ναός ήταν το σημείο αναφοράς της καθημερινής ζωής, της προσευχής και της λατρείας, της βαθιάς πίστης και της ελπίδας τους προς τον Θεό, της εμπιστοσύνης προς τους Θαυματουργούς Αγίους και τη χάρη τους. Ο Ναός αυτός χρησίμεψε, σε κρίσιμες περιόδους, ως σχολείο, ως τόπος σίτισης και περίθαλψης απόρων, ακόμη και ως… εκλογικό κέντρο.

Κορυφαίες στιγμές μέσα στο χρόνο τα τρία μεγάλα πανηγύρια:

Την 1η Ιουλίου , μνήμη των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού των Αναργύρων, των εν Ρώμη μαρτυρησάντων,

Την 1η Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού των εκ Μικράς Ασίας και της μητρός αυτών Θεοδότης, και

Την Τρίτη του Πάσχα, ημέρα της θαυμαστής ευρέσεως της ιεράς και εφεστίου εικόνος των Αγίων και Θαυματουργών Αναργύρων Κοσμά, Δαμιανού και Παντελεήμονος.

Οι ημέρες αυτές -καθώς μάλιστα εξαπλώνεται η φήμη της ιεράς και θαυματουργού εικόνος- συγκεντρώνουν πλήθος πιστών από κάθε γωνιά της θεσσαλικής γης. Άνθρωποι πονεμένοι και άρρωστοι, κατατρεγμένοι και κουρασμένοι οδοιπόροι της ζωής έρχονται στη χάρη των Αγίων να βρουν στήριγμα και παρηγοριά, κουράγιο,  δύναμη και θεραπεία. Η ευρεθείσα ιερά εικόνα, που όλο τον χρόνο είναι πάνω στην Αγία Τράπεζα, εκτίθεται τις λαμπρές αυτές ημέρες σε προσκύνηση υπό των πιστών.

Οι ασπρομάλληδες της ενορίας μας έχουν να θυμηθούν πολλά γι’ αυτά τα πανηγύρια. Από βραδύς στον Εσπερινό ο κόσμος δημιουργεί το αδιαχώρητο. Στο καλοκαιρινό πανηγύρι πολλοί διανυκτερεύουν μέσα στο Ναό, περισσότερο προσεύχονται και λιγότερο ξεκουράζονται στρώνοντας «τσόλια» και φλοκάτες στο δάπεδο. Άλλοι κοιμούνται υπαιθρίως, στο προαύλιο του Ναού. Κάποια μικρά δωματιάκια φιλοξενίας («κελλιά») που, όπως είπαμε, έχουν κτισθεί στον περίβολο, δεν επαρκούν. Ο κόσμος δεν φεύγει. Περιμένει με λαχτάρα το θαύμα των Αγίων, την ελπίδα που ενώνεται με το λιβάνι της λατρείας και το δάκρυ της προσευχής.

Από τα λιγοστά, δυστυχώς, εναπομείναντα ορατά σημεία της πίστης των ανθρώπων και της εμπιστοσύνης τους στους Αγίους, είναι οι περίφημες «τριχιές». Πρόκειται για μεγάλα κουβάρια  πολλών μέτρων σπάγγου, που είναι «ποτισμένα» με κερί, και με τα οποία «έδεναν» ολόκληρο το Ναό εκείνοι, που το είχαν τάξει στη χάρη τους. Χαρακτηριστικό δείγμα της αυθόρμητης θρησκευτικότητας του λαού μας, που βρίσκει πάντοτε δρόμους ζωντανής έκφρασης της βαθειάς ευσέβειάς του.

Στο πανηγύρι την Τρίτη του Πάσχα κόσμος πολύς ερχόταν να προσκυνήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Θεό για το μεγάλο θησαυρό, που βρέθηκε την ημέρα αυτή. «Καραβάνια έρχονταν από το Βόλο, τη Νέα Ιωνία, το Πήλιο και τον κάμπο» θυμούνται οι γεροντότεροι ενορίτες μας. Το Συναξάρι της ημέρας μας θυμίζει: «Τη αυτή ημέρα, Τρίτη της Διακαινησίμου εβδομάδος, την θαυμαστήν εύρεσιν εορτάζομεν της ιεράς εικόνος των αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κοσμά, Δαμιανού και Παντελεήμονος, εν ταύτη τη περιφανεί πόλει του Βόλου, γενομένην κατά το σωτήριον έτος 1905». Το πανηγύρι όμως αυτό ήταν το μεγάλο γεγονός για τους «Μπαλτσιώτες», τους κτηνοτρόφους κατοίκους της περιοχής, που κατάγονταν από το χωριό Βλάστη (ή Μπλάτσι) της Δυτικής Μακεδονίας. Οι πρώτοι Βαλτσιώτες εμφανίστηκαν στο Βόλο το 1887 και έρχονταν με τα μεγάλα κοπάδια τους από γιδοπρόοβατα στις Γλαφυρές (Κάπουρνα) για να ξεχειμωνιάσουν. Τα σπίτια τους τα διατηρούσαν στην πόλη, στην αρχή στην συνοικία των «Παλαιών», αλλά τελικά διάλεξαν την περιοχή των Αγίων Αναργύρων καθώς αυτή τους διευκόλυνε στην πώληση των προϊόντων τους.

Οι Βλατσιώτες κρατούσαν το πασχαλιάτικο πανηγύρι τρεις ολόκληρες ημέρες, με τραγούδια της περιοχής τους, χωρίς μουσικές, που μιλούν για το ένδοξο χωριό τους, αλλά και την ξενιτιά τους. Την Τρίτη ημέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατεία του Ναού με τις παραδοσιακές τους φορεσιές. Το απόγευμα, μετά το φαγητό, το χορό και το παραδοσιακό γλέντι, φεύγουν, μαζί με τα ζώα τους, για τον θερινό τόπο διαμονής τους στα ορεινά της Κοζάνης, σε ένα πανέμορφο οροπέδιο ανάμεσα στα βουνά Άσκιο (ή Σινιάτσικο) και Μουρίκι, σε υψόμετρο 1.240 μ. Είναι ένα ταξίδι που θα διαρκέσει από δέκα έως και δώδεκα ημέρες-πολλά παιδιά γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των αποδημιών -με ενδιάμεσους σταθμούς (κονάκια) στα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου και βασικές στάσεις στο Βελεστίνο, τη Λάρισα, τον Τύρναβο, την Ελασσόνα, τα Σέρβια και την Κοζάνη. Μέχρι την απελευθέρωση όλου του χώρου της Κεντρικής Ελλάδος, στον Τύρναβο πληρώνουν φόρο στους τούρκους (το «μετζίτ») για να περάσουν από το «ελληνικό» (δηλ. τη Θεσσαλία) στο «τούρκικο» (δηλ. τη Μακεδονία). Θα έλθουν και πάλι στην ενορία το φθινόπωρο για να ξεχειμωνιάσουν, περιμένοντας το πανηγύρι των Αγίων την επόμενη χρονιά για τη νέα τους οδοιπορία. Στο σχολείο, ο δάσκαλος τις πρώτες ημέρες του σχολικού έτους προχωρά με αργά βήματα τα μαθήματα, έως ότου έλθουν και τα παιδιά των Μπαλτσιωτών για να μπουν όλοι μαζί στους κανονικούς ρυθμούς των μαθημάτων. Μάλιστα, μέχρι και σήμερα, που πλέον οι Βλατσιώτες δεν ξεκινούν με τα ζώα τους την Τρίτη του Πάσχα για να ξεκαλοκαιριάσουν στα ψηλά, αφού τους έχει κερδίσει η αστικοποίηση, «κάθε καλοκαίρι δίνουν το μεγάλο παρόν στο χωριό τους. Είναι το χρονιάτικο προσκύνημα στα άγια χώματα. Είναι το μεγάλο αντάμωμα που ανανεώνει τις φιλίες, που ενώνει τους σκόρπιους συγγενείς και δίνει μια πολύτιμη ευκαιρία γνωριμίας των νεοτέρων και των παιδιών. Είναι η συνέχεια της ράτσας. Μιας ράτσας που δεν γέννησε μονάχα πολεμιστές, εμπόρους και κτηνοτρόφους, αλλά και μεγάλους εθνικούς ευεργέτες». Οι Βλατσιώτες, άνθρωποι ικανοί και εργατικοί, το 1828 ίδρυσαν τον «Πιστωτικό Κτηνοτροφικό Συνεταιρισμό ‘Οι Άγιοι Ανάργυροι’», ο οποίος μάλιστα δώρισε τη μία από τις κεντρικές πόρτες του νέου Ναού, και το 1976 τον «Σύλλογο Βλατσιωτών Βόλου ‘Ο Άγιος Μάρκος’». Σήμερα, ο Σύλλογος αυτός έχει προτείνει στον Δήμο Βόλου την ονομασία ενός δρόμου της συνοικίας σε «Οδό Βλάστης», προσπάθεια στην οποία έχει ενεργώς συμπαρασταθεί και ο Ιερός Ναός μας.

Να σημειώσουμε πάντως ότι αυτό το τρίτο μεγάλο πανηγύρι της ενορίας, δηλ. της ευρέσεως της ιεράς εικόνος, ατόνησε και σχεδόν εξαφανίστηκε την δεκαετία του 1960. Χάρις δε στις προσπάθειες των σημερινών Εφημερίων του Ναού, ο εορτασμός αυτός αναβίωσε και πάλι από την περσινή χρονιά (1997) με την προσδοκία ότι θα συνεχίζεται πλέον εις τον αιώνα. Μάλιστα ανετέθη στον Υμνογράφο Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη και συνέγραψε ειδική Ασματική Ακολουθία επί τη θαυμαστή ευρέσει της θαυματουργού εικόνος και Παρακλητικό Κανόνα στους Αγίους, η οποία για πρώτη φορά εψάλη στην πανήγυρη του 1998 καθώς και το σχετικό τροπάριο της πανχαρμόσυνης αυτής ημέρας:

Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον  Λόγον

Του Χριστού την Ανάστασιν εορτάζοντες, και σεπτών Αναργύρων εικόνος εύρεσιν, οι του Βόλου οικισταί δεύτε προσπέσωμεν, και ως μύρα μυστικά, ύμνους δώμεν τω Θεώ τοιούτους ημίν διδόντι, ακέστορας αχθηφόρους, και ιατρούς αμίσθους πάντοτε.

Τα τελευταία χρόνια προσετέθη μία ακόμη ιερά πανήγυρις: Η Κυριακή των Αγίων της Δημητριάδος.

Η ενορία μας απέκτησε ένα πολυώροφο και πολυδύναμο Πνευματικό Κέντρο, με υπερσύγχρονες αίθουσες που ανταποκρίνονται στις σημερινές ποιμαντικές ανάγκες. Περί του Πνευματικού Κέντρου γράφουμε σε παρακάτω κεφάλαιο. Στο υπερώο αυτού του κτιρίου, εκτίσθη ένα κατανυκτικό Παρεκκλήσιο προς τιμήν «πάντων των εν τη Ιερά Μητροπόλει Δημητριάδος διαλαμψάντων Οσίων Πατέρων και Νεομαρτύρων». Ο γνωστός αγιογράφος της πόλης μας Κωνσταντίνος Σπανοδήμος φιλοτέχνησε την ιερά εικόνα τους, που παρουσιάζει στο κέντρο την ιδιαιτέρως τιμωμένη στην περιοχή μας Παναγία Ξενιά (το ομώνυμο Κάτω Μοναστήρι πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου, Απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), και περιμετρικά τους ευλογημένους εκείνους ανθρώπους του Θεού, που έζησαν στη γη της Μαγνησίας και σήμερα κοσμούν τον ένδοξο και αμαράντινο στέφανο της Εκκλησίας μας. Οι 12 αυτοί Άγιοι (και οι ημερομηνίες που ο καθένας ξεχωριστά τιμάται από την Εκκλησία μας) είναι:

1. Άγιος Βησσαρίων, επίσκοπος Δημητριάδος (+1541), 15 Σεπτεμβρίου

2. Οσιομάρτυς Δαμιανός ο εν Κισάβω(+1586), 14 Φεβρουαρίου

3. Οσιομάρτυς Γεδεών ο εκ Καπούρνης(+1818), 30 Δεκεμβρίου

4. Όσιος Λαυρέντιος (14ος αι.), κτήτωρ της ομωνύμου Ιεράς Μονής του Πηλίου, 10 Μαΐου

5. Όσιος Γεράσιμος ο Νέος(+1740), κτήτωρ της ομωνύμου Ιεράς Μονής στη Μακρινίτσα, 15 Σεπτεμβρίου

6. Όσιος Συμεών ο Ανυπόδυτος και Μονοχίτων(+1594), 19 Απριλίου

7. Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω(+1540), κτήτωρ της Ιεράς Μονής Σουρβιάς, 23 Ιανουαρίου

8. Νεομάρτυς Απόστολος ο Νέος(1686), 16 Αυγούστου

9. Νεομάρτυς Σταμάτιος εξ Αγίου Γεωργίου Νηλείας(+1680),πρώτη Κυριακή μετά την 16η Αυγούστου

10. Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος ο εκ Ζαγοράς(+1680), 8 Αυγούστου

11. Όσιες Ζηναϊς και Φιλονίλλα, Ιατροί , συγγενείς του Αποστόλου Παύλου, 11 Οκτωβρίου.

Κατόπιν αποφάσεως του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Χριστοδούλου, η μνήμη τους καθορίσθηκε να τιμάται κάθε χρόνο, από το 1994, την Ε’ Κυριακή από του Πάσχα (της Σαμαρείτιδος).

Έτσι λοιπόν, την παραμονή της εορτής, Σάββατο απόγευμα, αφικνούνται στον Ι. Ναό τίμια λείψανα των τοπικών Αγίων της Δημητριάδος, προερχόμενα από Ιερές Μονές της περιοχής μας, και κυρίως του Οσιομάρτυρος Γεδεών από την Ι. Μονή Παναγίας Ξενιάς, των Οσίων Γερασίμου και Συμεών του Μονοχίτωνος και Ανυποδήτου από την Ι. Μονή Αγίου Γερασίμου Μακρυνίτσης και του Νεομάρτυρος Σταματίου από την Ι. Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Πηλίου. Τα ιερά λείψανα υποδέχονται με βαθειά κατάνυξη ο Κλήρος και ο λαός στο προαύλιο του Ι. Ναού και, μετά την σύντομη Δέηση, λιτανευτικώς εισέρχονται στον Ιερό Ναό και εκτίθενται προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών, ενώ παράλληλα αρχίζει αμέσως ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός των εν τη περιφερεία της Δημητριάδος διαλαμψάντων Αγίων.

Το πρωί της Κυριακής τελείται Πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Σεβ. Ποιμενάρχου μας. Τα τίμια λείψανα παραμένουν στον Ναό επί πενθήμερο, και στη διάρκεια της παραμονής τους αυτής τελούνται καθημερινώς το πρωί μεν η Θεία Λειτουργία και το απόγευμα Ι. Ακολουθίες (Παρακλήσεις, Ι. Ευχέλαιο, Αγρυπνία). Τέλος δε, λιτανευτικώς και εν μέσω δοξολογιών και ψαλμάτων, αναχωρούν για τις Μονές, όπου μονίμως φυλάσσονται.

Τις Ιερές Ακολουθίες του Εσπερινού και του Όρθρου της πανηγύρεως συνέθεσε το 1994, «τη φιλαγίω αιτήσει του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων Βόλου», ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας π. Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης στο Άγιον Όρος. Ο ίδιος έχει συνθέσει Παρακλητικό Κανόνα στους Αγίους, τον οποίο τελούμε στο Παρεκκλήσιό τους κάθε Παρασκευή, καθώς επίσης και το Απολυτίκιό τους, το οποίο ψάλουμε κάθε Κυριακή πρωί στη Θεία Λειτουργία, αμέσως μετά το Απολυτίκιο των Αγίων Αναργύρων.

Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

Τους Αγίους σου πάντας ομοφρόνως συντίμησον, ω Δημητριάς χριστοφόρε, ως αεί μεσιτεύοντας, Κυρίω υπέρ σου δια παντός, και σκέπτοντας ενθέρμοις προσευχαίς, οδηγούντας δε προς κτήσιν του ουρανού, τα τέκνα σου κραυγάζοντα, δόξα τω θαυμαστώσαντι υμάς, δόξα τω αγιάσαντι, δόξα τω εν τοις βίου πειρασμοίς, υμάς προστάτας δείξαντι.

Προσφάτως, και κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Σεβ. Ποιμενάρχου μας, καθιερώθηκε η μνημόνευση των Αγίων της Δημητριάδος κατά την τέλεση κάθε Ιεράς Ακολουθίας σε όλους τους Ναούς της Μητροπόλεώς μας και επιπλέον η απόδοση του Απολυτικίου τους σε κάθε Θεία Λειτουργία, αμέσως μετά το Απολυτίκιο του Αγίου εις τιμήν του οποίου είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός.

Στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Βόλου τελείται πανηγυρικώς η Θεία Λειτουργία στις μεγάλες εορτές και τις μνήμες των Αγίων (στις γιορτές και τα παράγιορτα, που λέει ο λαός μας), στη μνήμη καθενός ξεχωριστά εκ των εν τη Ι. Μητροπόλει Δημητριάδος διαλαμψάντων Αγίων, όπως αναφέρουμε παραπάνω, καθώς επίσης και στη μνήμη πάντων των Αγίων Αναργύρων, δηλ.: Κύρου και Ιωάννου (31 Ιανουαρίου), των εξ Αραβίας είκοσι θαυματουργών ιατρών Αναργύρων (17 Οκτωβρίου), Παντελεήμονος του Ιαματικού (27 Ιουλίου), Ερμολάου (26 Ιουλίου), Θαλλελαίου (20 Μαΐου), Τρύφωνος (1η Φεβρουαρίου), Μωκίου (11 Μαΐου), Ανικήτου (12 Αυγούστου), Σαμψών του ξενοδόχου (27 Ιουνίου), Διομήδους (16 Αυγούστου), Αντύπα Περγάμου και των Αγίων γυναικών Αναργύρων Παρασκευής (26 Ιουλίου), Συγκλητικής και Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (22 Δεκεμβρίου).

Θεωρούμε επιβεβλημένο στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι μια από τις βασικές ποιμαντικές μέριμνες των Ιερέων, που διακονούν σήμερα στον Ναό, είναι η διαρκής και έντονη λειτουργική ζωή της ενορίας και η συνειδητή συμμετοχή των πιστών σε αυτήν. Στα πλαίσια αυτά τελούνται συχνά Ι. Αγρυπνίες, Θ. Λειτουργίες και Ι. Ακολουθίες, ενώ έχει πρόσφατα καθιερωθεί η τέλεση της αρχαιοπρεπούς Θ. Λειτουργίας του Αγίου Ιακώβου (την πρώτη Κυριακή μετά την μνήμη του Αγίου, που είναι στις 23 Οκτωβρίου) και η Ακολουθία των Χαιρετισμών του Τιμίου Σταυρού (στον Εσπερινό της Υψώσεως του Τ. Σταυρού). Ακόμη στο σκοπό αυτό αποβλέπουν η πραγματοποίηση λειτουργικών κηρυγμάτων και εσπερινών ομιλιών γύρω από την λατρευτική πράξη της Εκκλησίας μας, η εκφώνηση του «Πιστεύω…» και του «Πάτερ ημών…» από όλο το εκκλησίασμα στη Θ. Λειτουργία της Κυριακής κ.ά.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει στο τέλος να κάνουμε στο ιστορικό γεγονός της ελεύσεως των τιμίων και χαριτόβρυτων λειψάνων των Αγίων Αναργύρων (και συγκεκριμένα τεσσάρων τεμαχίων από τις άγιες Κάρες των Αγίων τόσον των εν Ρώμη μαρτυρησάντων  όσον και των εν Μικράς Ασίας). Τα σεπτά αυτά σεβάσματα φυλάσσονται στην Ιερά Κοινοβιακή Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους και ήλθαν στο Ναό μας κατόπιν σχετικής ευλογίας του Σεβ. Ποιμενάρχου μας και συμφώνου γνώμης του Καθηγουμένου της Μονής, ενώ εξασφαλίσθηκε ειδική άδεια από την Ιερά Επιστασία της αθωνικής πολιτείας. Τα τίμια λείψανα υπεδέχθησαν πανηγυρικώς ο Κλήρος και ο λαός της πόλης μας, εν μέσω συγκινητικών εκδηλώσεων, το Σάββατο 4 Οκτωβρίου 1997, σε κεντρικό σημείο της ενορίας. Ακολούθησε πανεπίσημη λιτάνευσή τους, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των Αρχών του νόμου, στρατιωτικό άγημα, η Φιλαρμονική του Δήμου Βόλου, μαθητές σχολείων και μέγα πλήθος προσευχομένου λαού. Σε όλη την διάρκεια της παραμονής των στον Ιερό Ναό, μέχρι και τις 11 Οκτωβρίου, ετελείτο καθημερινώς η Θεία Λειτουργία-την Κυριακή 5 Οκτωβρίου από τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας –καθώς και Ιερές Ακολουθίες (Ευχέλαιο, Παρακλητικός Κανόνας και Χαιρετισμοί στους Αγίους κλπ.). Πλήθη πιστών, ακόμη και από πολύ μακριά, μικροί και μεγάλοι, σχολεία και σύλλογοι, έσπευσαν να προσκυνήσουν, να λειτουργηθούν και να λάβουν την χάρη των αγίων λειψάνων. Τα ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν για ένα μεσημέρι στο Νοσοκομείο Βόλου, όπου, μετά την συγκινητική υποδοχή των από το διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό, τους ασθενείς και τους συγγενείς τους, ετελέσθη το Μυστήριο του Ευχελαίου. Στη συνέχεια ο συνοδεύων τα τίμια λείψανα Ιερομόναχος Επιφάνιος Παντοκρατορινός επισκέφθηκε με αυτά όλους τους θαλάμους του κτιρίου, προκειμένου οι ασθενείς να τα ασπασθούν, ενώ οι Ιερείς του Ναού τους έχριαν με το αγιασμένο έλαιο του Μυστηρίου, που μόλις είχε τελεσθεί. Στη μνήμη όλων μας θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες οι ημέρες εκείνες, ιδίως δε η τέλεση της κατανυκτικής Ιεράς Αγρυπνίας, κατά το αγιορείτικο Τυπικό, στον ασφυκτικά πλημμυρισμένο από κόσμο Ναό, καθώς και η ώρα της αναχωρήσεως των τιμίων λειψάνων για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος, όταν ο λαός μας, με δάκρυα στα μάτια, έδειξε τον άρρητο πλούτο της θρησκεύουσας καρδιάς του, ξεπέρασε τον εαυτό του και αποχαιρέτησε με παροξυσμό εκδηλώσεων σεβασμού και τιμής τους Αγίους, που επί μια εβδομάδα ήταν ολοζώντανοι κοντάτου.


ΤΟ "ΣΗΜΕΡΑ"

«Διατί ήλθεν ο Χριστός εις τον κόσμο; Δια την Εκκλησίαν, δια να την θεμελιώση εν Εαυτώ και επί Εαυτού, την Εκκλησίαν, η οποία είναι το θεανθρώπινον σώμα Του, όπου Αυτός ζι με όλον το πλήρωμα των θείων τελειοτήτων Του, αγιάζων αυτήν και όλους τους «συσσώμους» της, σώζων τοιουτοτρόπως αυτούς από την αμαρτίαν, τον θάνατο και τον διάβολο... Η σωτηρία είναι έργο διπλούν: αγιασμός και κάθαρσις. Αυτό το οποίον έκαμεν ο Χριστός δια την Εκκλησίαν και με την Εκκλησίαν, το κάνει η Εκκλησία εις έκαστον και με έκαστον μέλος της. Διότι έκαστον μέλος της ζη όλην την ζωήν της ως ιδικήν του, επαναλαμβάνει όλην την ζωήν της, εμφανίζεται ως εν σμικρώ Εκκλησία».

(Ιερομονάχου Ιουστ. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, έκδ. ΑΣΤΗΡ, σελ.181)

Σήμερα, η περιοχή των Αγίων Αναργύρων Βόλου είναι μια γρήγορα εξελισσόμενη περιοχή, με πολύ καλή ρυμοτομία, ανθρώπινο πρόσωπο και φιλόξενους κατοίκους. Η περιοχή αναπτύσσεται τόσον οικονομικά όσον και πολιτιστικά, αποτελεί δε τα τελευταία χρόνια πόλο έλξεως για τους κατοίκους του Βόλου που επιθυμούν να εξασφαλίσουν μια μόνιμη κατοικία μακριά από το πολύβουο κέντρο της πόλης αλλά και ταυτόχρονα λίγα μόλις λεπτά από αυτό.

Στη συνοικία μας ζούμε κυριολεκτικά «παρέα με τους ήρωες». Μέχρι το 1958 οι δρόμοι δεν είχαν ονόματα αλλά αριθμούς, και συγκεκριμένα από το 201 έως το 279. Με την υπ’ αριθμ. 1003 απόφασή του, τη χρονιά εκείνη, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αποφάσισε να δώσει στους δρόμους της ιστορικής εποχής μας, λίγο έξω από το Κάστρο του Βόλου και δυτικά, κατ’ αρχήν το όνομα των Αγίων Αναργύρων (είναι ο κεντρικός δρόμος που περνά ακριβώς μπροστά από την πλατεία του Ναού), αλλά και τα ονόματα των μεγάλων υπερμάχων της εθνικής μας παλιγγενεσίας Αναγνωσταρά, Ανδρούτσου, Κατσαντώνη, Λάμπρου Κατσώνη, Κολοκοτρώνη, Καρατζά, Κριεζή, Ματρώζου, Μαυρογένους, Μιαούλη, Μπότσαρη, Μπουμπουλίνας, Νικηταρά, Οικονόμου, Παπαφλέσσα, Πιπίνου, Σαχτούρη, Σπυρομήλιου, Τζαβέλλα, Υψηλάντου, Φωτομάρα, Χατζημιχάλη. Επίσης δόθηκαν ονόματα ηρωικών και ένδοξων τόπων από τον αγώνα εκείνο, όπως Αραχώβης, Ζαλόγγου, Μεσολογγίου, Ναυαρίνου και Αλαμάνας. Τέλος δόθηκαν και ονόματα φιλελλήνων, όπως του Ιωάννη Μάγερ και του Καρόλου Φαβιέρου. Το 1969, με την υπ’ αριθμ. 683 απόφασή της, η δημοτική αρχή έδωσε στους δρόμους της περιοχής μας και πάλι ονόματα πρωταγωνιστών της εθνικής ιστορίας: Κωλέττη, Λόντου, Γιατράκου, Μαυρομιχάλη, Παπαδιαμαντοπούλου, Ιερολοχιτών, Μουρούζη, Πετμεζά, Σαχίνη και Φωτήλα, καθώς και ονόματα ιστορικών περιοχών: Άστρους, Βελεστίνου, Δημητσάνης, Επιδαύρου, Καλαβρύτων, Μαραθώνος, Μετσόβου και Ναυπλίου. Δόθηκαν ακόμη τα ονόματα του φιλέλληνα Φραγκίσκου Άστιγγος, των Φαναριωτών, του θρυλικού πλοίου Καρτερία, το οποίο πήρε μέρος στους αγώνες εναντίον των τούρκων, του Γέροντα, όπου διεξήχθη και η περίφημη ναυμαχία, του αγωνιστή Δημητρίου Καλαμίδα, ο οποίος καταγόταν από τη Μιτζέλα της Μαγνησίας, και του Συνταγματάρχη Συνιώρη. Οι ονοματοδοσίες οδών συνεχίσθηκαν με τελευταίες αυτές του 1993 (αποφάσεις 100 και 372) και του 1995 (απόφαση 135), με τις οποίες τιμήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές της περιοχής(Νικ. Αξελού, Θωμά Αλαγιάννη, Μαργαρίτας Αραπίτσα, αλλά και πνευματικοί άνθρωποι των καιρών μας (Νικ. Γκάτσου, Άθωνος Τριγκώνη).

Ο Ναός των Αγίων Αναργύρων, ρυθμού «Βασιλικής» με εμβαδόν 224 τ.μ., δεσπόζει στο κέντρο της συνοικίας και εξακολουθεί να αποτελεί το σημείο αναφοράς των κατοίκων. Από εδώ θα περάσουν κάθε πρωί οι εργαζόμενοι, οι μαθητές και οι νοικοκυρές, να ανάψουν κερί, να «χαιρετήσουν» την εικόνα των προστατών Αγίων μας, να προσευχηθούν ευλαβικά για την ημέρα που ξεκινά. Εδώ θα ζήσουν τις κορυφαίες στιγμές της προσωπικής τους ζωής, των συγγενών και φίλων. Εδώ κάθε Κυριακή πρωί και μεγάλη γιορτή η ενόριος Εκκλησία συναγμένη επί το αυτό προσφέρει την αναίμακτη θυσία και ιερουργεί το μυστήριο της ανέκφραστης συγκατάβασης του Θεού, που είναι «ο προσφέρων και ο προσφερόμενος».

Μπαίνοντας στον Ναό ο προσκυνητής θα αντικρίσει την μαρμάρινη αναμνηστική στήλη, που διασώζει γεγονότα και πρόσωπα, τα οποία πρωταγωνίστησαν στην οικοδομή του:

Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ

ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1948

ΥΠΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ

ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΘΗ

ΥΠΟ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΒΟΗΘΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

ΕΠΕΡΑΤΩΘΗ ΔΕ ΥΠΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

ΕΠΙ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ ΙΕΡΕΩΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΣΑ ΙΕΡΕΩΣ

ΒΑΣΕΙ ΣΧΕΔΙΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΝΟΜΙΚΟΥ

ΤΗ ΕΠΙΒΛΕΨΕΙ Θ. ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ ΚΑΙ Ν. ΜΠΟΛΩΤΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΕΠΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΚΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΛΑΜΠΟΚΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΥΤΙΝΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΟΡΔΕΛΑ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΝΔΥΛΗ

Στη συνέχεια ο προσκυνητής θα ασπασθεί την χαριτόβρυτη εικόνα των θαυματουργών Αγίων Αναργύρων, την εικόνα της Παναγίας Ξενιάς και των τοπικών Αγίων της Δημητριάδος και τις εικόνες στα προσκυνητάρια του Αγίου Νεκταρίου, της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης και της Αγίας Ιερουσαλήμ. Στο εσωτερικό ο Ναός είναι κατάγραφος με έργα βυζαντινής τεχνοτροπίας, όπως προαναφέραμε, του γνωστού αγιογράφου Βασιλείου Καζάκου. Στην οροφή δεσπόζει η εικόνα του Παντοκράτορος, που δορυφορείται από τους Αγγέλους, ενώ αμέσως μετά ακολουθούν οι Προφήτες και οι Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Μεγάλο μέρος του διάκοσμου καταλαμβάνουν οι τοιχογραφίες που αναφέρονται στις Δεσποτικές εορτές και συγκεκριμένα της Γεννήσεως, της Βαπτίσεως, της Μεταμορφώσεως, της Σταυρώσεως, της Αποκαθηλώσεως και της Αναλήψεως. Μεγάλες τοιχογραφίες αναπαριστούν τον εν Κανά γάμο, την Κοίμηση της Θεοτόκου και την θαυματουργό ίαση ενός ασθενούς από τους Αγίους Αναργύρους. Στο Ιερό Βήμα κυρίαρχη είναι η θέση της Πλατυτέρας, που δορυφορείται από τους Αγγέλους, οι παραστάσεις του «Λάβετε φάγετε...» και του «Πίετε εξ’ αυτού πάντες...», η τοιχογραφία του Ευαγγελισμού, οι μεγάλες αγιογραφίες των Ιεραρχών και τέλος η τοιχογραφία της Γεννήσεως στην Αγία Πρόθεση. Περιμετρικά στο εσωτερικό περιστύλιο του Ναού έχουν αγιογραφηθεί οι Απόστολοι, Μάρτυρες και Ιερομάρτυρες, στο κλίτος των ανδρών Όσιοι Πατέρες και μεγάλοι Μάρτυρες και στο κλίτος των γυναικών μορφές Οσίων Γυναικών και Παρθενομαρτύρων της πίστεώς μας καθώς και ο Αναπεσών. Ξεχωριστή κατάνυξη δημιουργούν στον προσκυνητή το τέμπλο και τα καλοδουλεμένα ξυλόγλυπτα του σολέα, που διακοσμούν πανέμορφα τον ιερό χώρο, καθώς και οι θαυμάσιες εικόνες του τέμπλου, τόσον οι τέσσερις κεντρικές, δηλ. Του Κυρίου, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και των Αγίων Αναργύρων, όσον και αυτές στα πλάγια κλίτη, δηλ. Των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου και Δημητρίου, του Αγίου Φανουρίου και του Νεομάρτυρος Τριανταφύλλου του εκ Ζαγοράς. Τα ασημοκαμωμένα καντήλια, που κρέμονται αναρίθμητα στο εσωτερικό περιστύλιο, αληθινά αστέρια του νοητού ουρανού, μεταφέρουν την ψυχή του πιστού σε ανώτερες σφαίρες, καλώντας τον σε περισυλλογή και προσευχή. Σ’ εκείνους τέλος που θα ανεβούν μέχρι το γυναικωνίτη ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι παλαιές εικόνες του Ναού, ρωσικής κυρίως τεχνοτροπίας, που κοσμούν το κλιμακοστάσιο του κωδωνοστασίου, ιδιαιτέρως δε οι δια χειρός Σεραφείμ Μοναχού αγιογραφημένες στην αγιορείτικη Σκήτη της Αγίας Άννης μεγάλες εικόνες του Κυρίου (έργο του 1910) και της Θεοτόκου (έργο του 1909), από το παλαιό τέμπλο του Ναού, και αυτή των Αγίων Αναργύρων, έργο του 1907 «δια χειρός Ανδρέου Μοναχού εκ της εν Αγίω Όρει Ι. Νέας Σκήτης Αγ. Παύλου». Δύο επίσης παλαιές και σπουδαίες εικόνες, του Αγίου Νικολάου και των Αγίων Πάντων, στον δεξιό εξωνάρθηκα, υπογραμμίζουν την αγάπη και την θερμουργό πίστη των πατέρων μας για την ευπρέπεια του Ναού και συνδέουν με τον δικό τους τρόπο το «χθες» με το «σήμερα».

Κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση των Ιερέων, των εκκλησιαστικών επιτροπών και των άλλων συνεργατών και χάρις στις φιλότιμες προσφορές ενοριτών και μη, ο Ναός συνεχώς εμπλουτίζεται και ομορφαίνει, αποτελώντας έναν ουσιαστικό χώρο συγκατοίκησης του θείου και του ανθρώπινου, όπου ο πολυπράγμων και πολυσκοτισμένος άνθρωπος της εποχής μας φέρνει τα βήματά του για να αντλήσει άνωθεν δύναμη και κουράγιο, προκειμένου να συνεχίσει τον σκληρό αγώνα της καθημερινότητας. Επιτεύγματα της δικής μας γενιάς είναι η τοποθέτηση νέου ξυλόγλυπτου τέμπλου, δεσποτικού θρόνου και σολέα με βυζαντινές αγιογραφίες, η μαρμαρόστρωση και η ορθομαρμάρωση του Ιερού Βήματος, η κατασκευή Γραφείου του Ιερού Ναού, το οποίο μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ποιμαντικές απαιτήσεις, ο ευπρεπισμός του κωδωνοστασίου, του εσωτερικού κλιμακοστασίου, του γυναικωνίτη, του εξωνάρθηκα και των αποθηκευτικών χώρων, η αναμόρφωση του συστήματος θέρμανσης, η δημιουργία Γραφείου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, η ανακατασκευή της κεραμοσκεπής, κ.ά.

Σπουδαίο απόκτημα των τελευταίων χρόνων αποτελεί το Ενοριακό Πνευματικό Κέντρο, το οποίο έχει πλέον στεγάσει την πνευματική, κοινωνική, κατηχητική και φιλανθρωπική δραστηριότητα της ενορίας. Η ανέγερση Πνευματικού Κέντρου της ενορίας αποτέλεσε όνειρο και ξεχωριστή φροντίδα όλων των κατά καιρούς υπευθύνων του Ιερού Ναού (Εφημερίων, Εκκλησιαστικών Συμβουλίων κλπ.). Το όραμα αυτό άρχισε να γίνεται πραγματικότητα με τη δωρεά, από το 1986, ενός οικοπέδου 220 τ.μ., απέναντι από το Ναό, από την αείμνηστη μεγάλη ευεργέτιδα Αλεξάνδρα Μπάκου. Αμέσως ορίσθηκε, από την Ιερά Μητρόπολη, Ερανική Επιτροπή με περισσότερα από 40 μέλη, με στόχο την διεξαγωγή εράνων και τη συγκέντρωση των απαιτουμένων οικονομικών μέσων για τις εργασίες ανεγέρσεως. Η Επιτροπή αυτή κινήθηκε δραστήρια και αποτελεσματικά -στα ίχνη θα έλεγε κανείς των αλησμόνητων εκείνων Επιτροπών, που έτρεξαν πριν λίγες δεκαετίες για την αποπεράτωση του Ναού - γι’ αυτό και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εκπλήρωσε τον στόχο της.

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Χριστόδουλος έθεσε τον θεμέλιο λίθο του κτιρίου αυτού την Κυριακή 1η Αυγούστου  του 1993 και χάρις στις φιλότιμες προσπάθειες των ενοριτών μας ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα και εγκαινιάσθηκε πανηγυρικώς την Κυριακή 25 Μαΐου 1997-ημέρα του εορτασμού των τοπικών Αγίων της Δημητριάδος -από τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας και τον φιλοξενούμενο Σεβ. Μητροπολίτη Λήμνου κ. Ιερόθεο.

Στο Πνευματικό Κέντρο λειτουργούν Κύκλοι Συμμελέτης Αγίας Γραφής, εσπερινό κήρυγμα, Κατηχητικά όλων των βαθμίδων, συναντήσεις της Χριστιανικής Νεολαίας, Νεανικό Κέντρο, Σπίτι Γαλήνης Χριστού και διοργανώνονται ομιλίες, εορταστικές εκδηλώσεις και προβολές. Στο Παρεκκλήσιο -το οποίο αγιογραφείται από την θυγατέρα του Β. Καζάκου Παρασκευή- τελείται κάθε Παρασκευή η Ιερά Παράκληση προς τους εν τη Δημητριάδι Αγίους, Θ. Λειτουργίες και άλλες κατανυκτικές Ακολουθίες καθώς και το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.